Σωτήριος Κορδομενίδης. Περήφανος Κωνσταντινουπολίτης. Γεννήθηκε το 1912, στο χωριό Κεμέρ Μπουργκάζ, δεύτερο από τα πέντε παιδιά του γαιοκτήμονα Γιώργου Κορδομενίδη και της γυναίκας του Ελένης.
Μας περιέγραφε, σε μένα και τις αδελφές μου, τον πατέρα του έφιππο, με δερμάτινες μπότες μέχρι το γόνατο, να τριγυρίζει στα κτήματά του, που εκτός των άλλων περιελάμβαναν έναν μεγάλο νερόμυλο, γεγονός που έδινε στην οικογένεια ισχύ και μεγάλα εισοδήματα. («Που λες, Γιωργάκη, ήμασταν τόσο πλούσιοι, που δεν μαζεύαμε τα αυγά που γεννούσαν οι κότες...»)
Όταν ήταν εννέα ετών, η οικογένεια εγκατέλειψε την Πόλη, όπως και οι άλλοι συγχωριανοί, κυνηγημένοι και μετά από μήνες περιπλάνησης πάνω σε κάρα, έφτασε στην Αιδηψό κι από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Ο πρώην γαιοκτήμονας παππούς βρέθηκε να δουλεύει οικοδόμος· άμαθος σ' αυτή τη ζωή, άρπαξε πνευμονία και πέθανε.
Κεφαλή της οικογένειας έγινε η γιαγιά, με συμπαραστάτη της τον μεγάλο γιο, τον πατέρα μου, που έμαθε την τέχνη του καθεκλοσκελετοποιού και άρχισε να δουλεύει. Η γιαγιά, η φοβερή και τρομερή Μπαρμπούναινα (λόγω των κόκκινων μαλλιών του παπού Γιώργου - Μπαρμπούνη, γι' αυτό και όταν ήμουνα παιδί στη γειτονιά οι μεγάλοι με έλεγαν «το Μπαρμπουνάκι») που είχε φτιάξει αυτοσχέδιο φούρνο στην Αιδηψό, όπου έψηνε ψωμιά και τα πουλούσε, στη Θεσσαλονίκη έκανε τη μαμή και παράλληλα "έκοβε" βεντούζες και ξεμάτιαζε.
Ο πατέρας μου, που είχε πάει μόλις δύο τάξεις στο Δημοτικό, το είχε καημό να σπουδάσουμε και, μαζί με τη μητέρα μου (μοδίστρα και περιστασιακή καπνεργάτρια), δούλεψαν σαν τα σκυλιά για να μας το εξασφαλίσουν. Τη μητέρα μου τη γνώρισε στην Ξάνθη, όπου είχε πάει για δουλειά, και την "έριξε" στέλνοντάς της ραβασάκια με αυτοσχέδια ποιήματα, όπως αυτό:
Το ωραίο σου πρόσωπο
μου εθόλωσε τον νου.
Νικημένος της αγάπης
κάτι θέλω να σου πω.
Το πρώτο μου παιχνίδι, ένα ξύλινο καροτσάκι
φτιαγμένο από τα χρυσά χέρια του πατέρα μου
Στην τέχνη του ήταν ξεχωριστός. Συγκινήθηκα και κολακεύτηκα όταν η δρ. Ευφροσύνη Ρούπα περιέλαβε, στο βιβλίο που έγραψε με τον Γιώργο Παρμενίδη Το αστικό έπιπλο στην Ελλάδα, 1830-1940, ένα κάθισμά του, από την τραπεζαρία που έχω στο σπίτι μου.
Ήταν φοβερός αφηγητής. Κάθε βράδυ μού έλεγε μια αυτοσχέδια ιστορία. («Και που λες, Γιωργάκη, σήμερα ήρθε ένας πελάτης στο μαγαζί, να παραγγείλει κάτι καρέκλες, και μου είπε μια ιστορία.») Δεσπόζουσα θέση ανάμεσά τους είχε η ιστορία με τον «λεόνταρο, που όταν κοιμόταν είχε ανοιχτά τα μάτια και τα έκλεινε ενώ ήταν ξυπνητός. Αυτήν, καθώς και άλλη μία με «σαράντα δράκους και έναν σαρανταέναν», τη ζητούσαμε, εγώ και οι αδελφές μας, κάθε τόσο να μας την ξαναπεί.
Η φίλη μου Αναστασία-Ερασμία Πεπονή, που τον άκουσε κάποτε από μια κασέτα να αφηγείται τη ζωή του, μου είπε πως ο τρόπος που γράφω τα πεζά μου "πατάει" πάνω στον λόγο του πατέρα μου. Είναι η καλύτερη φιλοφρόνηση που έχω ακούσει για το γράψιμό μου.
Έφηβος δούλεψα αρκετές ώρες μαζί του. Ήταν του δόγματος «μάθε τέχνη κι άστηνε». Έμαθα όλα τα στάδια της δουλειάς του, από την κοπή των ξύλων στην πριονοκορδέλα μέχρι τα λούστρα. Κάθε Σάββατο τρώγαμε μαζί από μία σου καραμελέ. Το βράδυ μας μαγείρευε ένα είδος τηγανιάς αλλά με μοσχάρι. Μύριζε όλο το σπίτι ρίγανη. Αλλά όταν μαγείρευε τον αγαπημένο του πατσά, εγώ εγκατέλειπα το σπίτι και γύριζα όσο μπορούσα πιο αργά. Πάντως, όταν η μητέρα μου κουράστηκε να μου φτιάχνει ρυζόγαλο, που το έτρωγα σαν τρελός, πήρε στη σκυτάλη εκείνος. Στεκόταν υπομονετικά, μέχρι λίγο πριν από τον θάνατό του, πάνω από το κατσαρολάκι και ανακάτευε το περιεχόμενό του για να μην "πιάσει".
Λίγες ώρες πριν πεθάνει, στο νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος», ενώ είχε μέρες να μιλήσει, μου έγνεψε να πάω κοντά του και μου ψιθύρισε: «φτάνει τώρα, πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς, έχεις τράπεζα αύριο». Αφού έφυγα, μπορούσε πια να ψυχορραγήσει χωρίς να τον βλέπω και να τον ακούω.
Ένα βράδυ, καμιά δεκαετία αφότου είχε περάσει "απέναντι", ήρθε στον ύπνο μου και κάθισε στο κρεβάτι μου. «Αν δεν αγαπάς εσύ πρώτος τον εαυτό σου, κανείς δεν θα σε αγαπήσει.» Μετά, με σκέπασε με την κουβέρτα (πάντα με σκέπαζε, γιατί έκανα ύπνο ανήσυχο) και χάθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου