του Γιώργου Αδαμίδη*
Ηλίαση
Η ακρογιαλιά στην Αμμούδα είναι πάντα σχεδόν έρημη όταν φτάνω. Κάνω κάθε φορά τις ίδιες, πανομοιότυπες κινήσεις. Αφήνω το αυτοκίνητο μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω και κατηφορίζω. Απλώνω την ψάθα μου σε ένα μέρος όπου η άμμος φαίνεται πιο καθαρή και κάθομαι σε μιαν άκρη, απρόθυμος ακόμη να κολυμπήσω. Λίγο αργότερα, σαν να έχουμε ραντεβού, έρχεται ένα ζευγάρι μεσηλίκων με ένα μικρό αγοράκι ― εγγόνι τους, υποθέτω... Στήνουν την ομπρέλα τους στην άκρη του μικρού κόλπου και χώνονται αθόρυβοι στη σκιά της. Προς το μεσημέρι εμφανίζεται μια ψωμωμένη μεγαλοκοπέλα, με ένα μπικίνι που χάνεται στις δίπλες του κορμιού της. Αλείφεται κάθε μέρα ένα ολόκληρο μπουκάλι αντηλιακό· κι όσην ώρα το απλώνει πάνω της, ρίχνει κλεφτές ματιές προς τη μεριά μου αλλά δεν τολμάει να μου ζητήσει να τη βοηθήσω, να την αλείψω με λάδι εκεί που το χέρι της δυσκολεύεται να κινηθεί, ψηλά στην πλάτη... Με κοιτάει σχεδόν υποτιμητικά κάτω από το πελώριο ψάθινο καπέλο της· ύστερα ξαπλώνει στην πετσέτα της, χωρίς καπέλο πια, κι αφήνεται στον ήλιο που εκείνη την ώρα μας κοιτάζει κάθετα.
Σήμερα η καρτ-ποστάλ της Αμμούδας είναι πιο πλούσια από τις προηγούμενες μέρες. Το ζευγάρι είναι ήδη εκεί, με τον εγγονό τους και με ένα κάπως μεγαλύτερο κοριτσάκι. Και στην ακρογιαλιά βολτάρει ένας νεαρός. Τον βλέπω σήμερα για πρώτη φορά. Κοιτάζοντάς τον από μακριά τον κάνω γύρω στα 20. Χαζεύω, καθώς πλησιάζει, το καλοσχηματισμένο του κορμί, σε ένα χρώμα μελί από φυσικού του. Μια άχαρη, εμπριμέ βερμούδα φοράει, με βασικό χρώμα το πράσινο, και τα μπατζάκια της είναι ήδη βρεμένα καθώς περπατάει μέσα στη θάλασσα, με το νερό να του φτάνει μέχρι εκεί που σμίγουν τα σκέλια του. Στο ύψος εκείνο το πράσινο της βερμούδας είναι βαθύ και τραβάει, θέλω δεν θέλω, τη ματιά μου. Περπατάει αργά, με το κεφάλι σκυμμένο τόσο που το πηγούνι του να χώνεται στο στήθος. Καλυμμένος πίσω από τα σκούρα γυαλιά μου, παρακολουθώ την αργόσυρτη διαδρομή του.
Η εμφάνισή του είναι το μόνο καινούριο στοιχείο τόσες μέρες τώρα στην ερημική ακτή όπου έρχομαι, για να κολυμπήσω τάχα...
Κρύβομαι στην Αμμούδα, όπως βάφτισα αυτή την ασήμαντη, την ανώνυμη και περιφρονημένη ακτή. Κρύβομαι για να μη βλέπω τα σώματα-φρύγανα που λιάζονται, παίζουν, πηγαινοέρχονται, επιδεικνύονται στις άλλες, πολυσύχναστες ακρογιαλιές. Γωνιώδη κορμιά, καλοχυμένα εκ κατασκευής ή δουλεμένα σε γυμναστήρια, δυνατά και εν αγνοία τους επιθετικά απέναντί μου, οργώνουν το οπτικό μου πεδίο, μου κόβουν τη θέα προς τη θάλασσα και παρασέρνουν τη ματιά μου πάνω τους ίσαμε να καταλάβω ότι θα γίνω αντιληπτός ― καμιά φορά και λίγο παραπάνω―, να μετράω ύψος, να καταγράφω χρώμα μαλλιών και ματιών, να υπολογίζω ηλικίες και προτιμήσεις, να σχεδιάζω πλησιάσματα και να σκηνοθετώ καρποφόρες συνομιλίες.
Εδώ αποφεύγω σώματα εφηβικά, ευσταλή και εφίδρωτα, που πυρπολούν τις διακοπές μου, παίζουν βόλεϋ δίπλα μου και μου θυμίζουν τεχνικούς όρους του παιχνιδιού που έχω να τους ακούσω από το γυμνάσιο· δεν υπάρχει λόγος να μαθαίνω τις συνεννοήσεις για τις νυχτερινές τους εξόδους ή τα χτεσινοβραδινά κατορθώματά τους, ούτε να ρίχνω κλεφτές ματιές και να προσπαθώ να γητέψω την μπάλα, ώστε να τους ξεφύγει και να 'ρθει προς το μέρος μου ή και πάνω μου ακριβώς. Γιατί η μπάλα κάνει τα δικά της, φεύγει άλλοτε προς τα εδώ και άλλοτε προς τα εκεί, μα ποτέ προς εμένα. Κι εγώ, παλιά, έμενα εκεί, να τους βλέπω να χάνονται στη θάλασσα, έχοντας συμφωνήσει να βρουν και να καταβρέξουν μιαν Αννα...
Το αγόρι έχει βγει από τη θάλασσα. Μια σκουρόχρωμη πετσέτα, που την απλώνει με επιμέλεια στην άμμο, μερικά μέτρα μακριά μου, κι ένα πακέτο τσιγάρα Silk Cut είναι όλα κι όλα του τα πράγματα. Φεύγει πάλι, συνεχίζοντας την πορεία του προς την άλλη άκρη της ακτής. Βουτάει, κάποτε, κι αρχίζει να κολυμπάει με έναν αργό ρυθμό, ράθυμο. Πάει κι έρχεται, μέσα κι έξω, για αρκετή ώρα. Υστερα βγαίνει στα ρηχά, ξέρω πως πατώνει σ’ αυτή την απόσταση από την ακρογιαλιά, κι εκεί κάνει κάτι περίεργες κινήσεις με το ένα χέρι του, που δεν φαίνεται καλά, κρυμμένο πίσω από το σώμα του, όπως τον βλέπω προφίλ.
Ο ήλιος με έχει ζαλίσει. Κουράστηκα ακουμπισμένος τόσην ώρα στον αγκώνα μου. Κουράστηκε και κείνος και αφήνει τη θάλασσα. Τον βλέπω πια κατά μέτωπο: το αριστερό του χέρι, κάτισχνο, όχι περισσότερο σαρκωμένο από ένα ψωμί-‘μπαγκέτα’, κρέμεται δίπλα στο κορμί του σαν παράλυτο κι ελάχιστα παρακολουθεί την κίνηση του υπόλοιπου σώματος. Σκέφτομαι πως μέχρι τώρα σκόπιμα έδινε τέτοια στάση στο κορμί του, ώστε να κρύβει από μας, στην ακτή, το σακάτικο χέρι του. Ηρθε στα πράγματά του, είναι πια πολύ κοντά μου. Ενώ τα νερά που στάζουν από το σώμα του και από τη βερμούδα φτιάχνουν υγρές κηλίδες στην άμμο, ανάβει τσιγάρο. Σκέφτομαι να προφασιστώ πως δεν έχω φωτιά και να πιάσω κουβέντα μαζί του, όταν βλέπω να τον πλησιάζει η γυναίκα με το μικρό παιδί. Του μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, δεν μπορώ να καταλάβω τι του λέει ή αν γνωρίζονται από πριν, όμως χάνω κάθε κουράγιο.
Καθώς βάζω μια ξασπρισμένη πέτρα για προσκέφαλο και ξαπλώνω στην ψάθα μου, να πάρω λίγο χρώμα, που λέει κι η μάνα μου, σκέφτομαι πώς θα είναι να αγκαλιάζει μόνο με το γερό του χέρι ― μπορεί σ’ αυτό να συγκεντρώνει την ορμή και την τρυφερή βιαιότητα που αλλιώς θα μοίραζε και στα δυο του χέρια. Ή μπορεί και να έχει αναπτύξει άλλα μέσα· ίσως μια ατίθαση γλώσσα που να εισβάλλει με ορμή στο στόμα, στα αυτιά και στη μασχάλη, να οργώνει το στήθος και την κοιλιά… Το άλλο του χέρι δεν το συλλογίζομαι, δεν θέλω να τον προστατέψω γι’ αυτό, ούτε να του δείξω στοργή και συμπάθεια γι’ αυτή την αναπηρία. Θέλω μόνο να αφεθώ σε ένα δικό του, μονόχειρο αγκάλιασμα, επιθετικό και κατηγορηματικό.
Ο ήλιος μού γλείφει το πρόσωπο. Το καλύπτω με ένα τζόκεϋ που κουβαλάω πάντα μαζί μου και σπάνια το χρησιμοποιώ. Δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος, μόνο αραιά και πού καμιά μακρινή εξάτμιση από μηχανάκι. Ανασηκώνομαι ύστερα από λίγο για να αλλάξω θέση. Εκεί όπου πριν από μερικά λεπτά στεκόταν το αγόρι τώρα δεν βρίσκεται κανείς.
* Γεννήθηκε το 1955 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Το 1995 εξέδωσε το βιβλίο Βολή εγγύς φιλίων τμημάτων (Εκδόσεις Εντευκτηρίου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου