9.8.12

Η ζωή και ο θάνατος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ




O Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway, 21 Ιουλίου 1899 - 2 Ιουλίου 1961) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γνωστός ακόμα και για το δημοσιογραφικό του έργο. Αποτέλεσε μέλος της αποκαλούμενης Χαμένης Γενιάς (Lost Generation) των Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, στις δεκαετίες 1920 και 1930. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του συγκαταλέγονται Ο Γέρος και η θάλασσα, Για ποιον χτυπά η καμπάνα και Αποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1953 τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, ενώ τον επόμενο χρόνο βραβεύτηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Ο Χέμινγουεϊ γεννήθηκε το 1899 στο Όουκ Παρκ του Ιλλινόις, κοντά στην πόλη του Σικάγο, αποτελώντας τον πρώτο γιο –και δεύτερο από τα συνολικά έξι παιδιά– του Κλάρενς Έντμοντς Χέμινγουεϊ και της Γκρέις Χωλ. Είχε συνολικά τέσσερις αδελφές και έναν αδελφό, ενώ έλαβε τα ονόματά του από τον παππού του Έρνεστ Χωλ και τον θείο του Μίλλερ Χωλ. Η μητέρα του διέθετε ιδιαίτερη κλίση στο τραγούδι, και στο παρελθόν είχε κάνει καριέρα στην όπερα, διδάσκοντας παράλληλα μουσική και τραγούδι. Ο πατέρας του ήταν γιατρός αλλά και ερασιτέχνης ψαράς και κυνηγός, που μετέδωσε και στον γιο του τη φυσιολατρεία και το ενδιαφέρον για τον αθλητισμό. Το Όουκ Παρκ, στο οποίο μεγάλωσε, αποτελούσε μία συντηρητική πόλη, την οποία ο ίδιος αποκάλεσε αργότερα ως πόλη με «ανοιχτές αυλές και στενά μυαλά», ενώ ανατράφηκε σύμφωνα με την παράδοση, σε έντονα θρησκευτικό περιβάλλον.

Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, ο Χέμινγουεϊ διακρίθηκε για τις επιδόσεις του όχι μόνο στα γράμματα (ειδικότερα στη φιλολογία) αλλά και στα αθλήματα του μποξ και του αμερικάνικου ποδοσφαίρου. Παράλληλα, έγραψε τα πρώτα του άρθρα στην εφημερίδα Trapeze καθώς και στο λογοτεχνικό περιοδικό Tabula του Γυμνασίου του. Αποφοιτώντας, δεν συνέχισε τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο, αλλά ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, το 1917, στην εφημερίδα The Kansas City Star, θέση στην οποία τελικά παρέμεινε για μόλις έξι μήνες. Κατά την σύντομη παραμονή του, ο ίδιος έγραψε πως έμαθε τους καλύτερους κανόνες συγγραφής, αναφερόμενος προφανώς στις οδηγίες προς τους δημοσιογράφους, για σύντομες προτάσεις και παραγράφους, ενεργητικά ρήματα και αυθεντικότητα στη γραφή.

Πρώτος παγκόσμιος πόλεμος
Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, ο Χέμινγουεϊ, μετά από προτροπή του πατέρα του, προσπάθησε να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό για να λάβει μέρος στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τελικά απορρίφθηκε, πιθανόν εξαιτίας προβλήματος όρασης από το αριστερό του μάτι, ωστόσο δεν έχει διασωθεί ιατρικό αρχείο που να επιβεβαιώνει τον λόγο για τον οποίο απορρίφθηκε. Παρά την αδυναμία του να καταταγεί στον στρατό, τον Δεκέμβριο του 1917, έγινε δεκτός ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού και αφού αποχώρησε από την εφημερίδα όπου εργαζόταν, τον Απρίλιο του 1918 αναχώρησε για το ιταλικό μέτωπο. Αρχικά επισκέφτηκε το Παρίσι και κατόπιν ταξιδεψε στο Μιλάνο, στις αρχές Ιουνίου, όταν και έλαβε τις πρώτες διαταγές.

Σύντομα ήρθε σε επαφή με την τραγικότητα και τις βαρβαρότητες του πολέμου, έχοντας ως αποστολή την περισυλλογή πτωμάτων. Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξή του στην Ιταλία, στις 8 Ιουλίου του 1918, ο Χέμινγουεϊ τραυματίστηκε από θραύσματα, ενώ μετέφερε εφόδια στους στρατιώτες και τελικά παρασημοφορήθηκε από το ιταλικό κράτος για την ανδρεία του. Οι εμπειρίες του στο μέτωπο, η ανάρρωσή του σε νοσοκομείο του Μιλάνου μετά τον τραυματισμό του, καθώς και η σχέση που ανέπτυξε με τη νοσοκόμα Agnes von Kurowsky αποτέλεσαν υλικό για το μεταγενέστερο μυθιστόρημά του Αποχαιρετισμός στα όπλα. Η αποτυχία του ειδυλίου του με την Agnes του προκάλεσε ένα βαρύ ψυχικό τραύμα, που τον επηρέασε πολύ στη μετέπειτα ζωή του.
.
Πρώτα λογοτεχνικά έργα
Με τη λήξη του πολέμου, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Όουκ Παρκ. Το 1920 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star Weekly του Τορόντο. Τον επόμενο χρόνο, παντρεύτηκε τη Χάντλυ Ρίτσαρντσον και για ένα διάστημα έζησαν στο Παρίσι, όπου ο Χέμινγουεϊ γνώρισε αρκετούς λογοτέχνες ενώ συνδέθηκε φιλικά με τον Σκοτ Φιτζέραλντ, τον Έζρα Πάουντ και τον Τζαίημς Τζόυς. Κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο με σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Παράλληλα, το 1923 ολοκλήρωσε και το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο Τρία διηγήματα και δέκα ποιήματα (Three Stories and Ten Poems), το οποίο εκδόθηκε στο Παρίσι από τον Robert McAlmon. Την ίδια χρονιά, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αμερική λόγω της εγκυμοσύνης της συζύγου του και προκειμένου να γεννηθεί εκεί ο γιος τους, υπό καλύτερες συνθήκες. Την περίοδο αυτή εργάστηκε στην εφημερίδα Toronto Daily Star, ενώ παραιτήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1924,  προκειμένου να επιστρέψει οικογενειακώς στο Παρίσι.

Μετά από σχετική σύσταση του Έζρα Πάουντ, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ δημοσίευσε διηγήματά του Χέμινγουεϊ στο λογοτεχνικό περιοδικό Transatlantic Review. Την περίοδο 1925-1929 ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων η συλλογή διηγημάτων του Στον καιρό μας (In Our Time), το μυθιστόρημα Ο ήλιος ανατέλλει ξανά (The Sun Also Rises), η συλλογή Άντρες χωρίς γυναίκες (Men Without Women) και το μυθιστόρημα Αποχαιρετισμός στα όπλα (1929), έργο με το οποίο γνώρισε και σημαντική αναγνώριση και εμπορική επιτυχία. Γνωρίστηκε επίσης με την Γερτρούδη Στάιν, η οποία τον εισήγαγε στον κύκλο των καλλιτεχνών με επίκεντρο την Μονμάρτρη και ειδικότερα τη λογοτεχνική Χαμένη Γενιά (Lost Generation) των εξόριστων Αμερικανών συγγραφέων του Παρισιού.

Αμερική
Το 1927 χώρισε με τη Χάντλυ Ρίτσαρντσον, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, την Αμερικανίδα Πωλίν Φάιφερ, ανταποκρίτρια μόδας για τα περιοδικά Vanity Fair και Vogue και μαζί εγκαταστάθηκαν τον επόμενο χρόνο στo Key West της Φλόριντα, τόπο που αποτέλεσε σταθερή βάση για τον Χέμινγουεϊ τα επόμενα χρόνια. Στις 28 Ιουνίου απέκτησε τον δεύτερο γιο του, τον Πάτρικ, ενώ το Δεκέμβριο του 1928 σημειώθηκε η αυτοκτονία του πατέρα του, ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα υγείας. Η δημοσίευση του Αποχαιρετισμός στα όπλα, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1929, του πρόσφερε σημαντική λογοτεχνική και εμπορική αναγνώριση. Το 1932 εκδόθηκε το Θάνατος στο απομεσήμερο (Death in the Afternoon), έργο στο οποίο ο Χέμινγουεϊ διαπραγματεύτηκε την ταυρομαχία, τόσο εγκυκλοπαιδικά όσο και με αναφορές στη μεταφυσική και θρησκευτική της διάσταση. Υπήρξε θαυμαστής των ταυρομαχιών ήδη από το 1925 μετά από ταξίδια του στην Ισπανία.

Το γραφείο του Χέμινγουεϊ στο Key West
Το καλοκαίρι του 1933 ταξίδεψε στην Αφρική, όπου συμμετείχε σε σαφάρι για διάστημα περίπου τριών μηνών. Οι εμπερίες του αποτέλεσαν υλικό για το μυθιστόρημα Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής (Green Hills of Africa) που εκδόθηκε το 1935. Τον Μάρτιο του 1937, ο Χέμινγουεϊ ταξίδεψε στην Ισπανία προκειμένου να καλύψει δημοσιογραφικά τον ισπανικό εμφύλιο. Την περίοδο αυτή ανέπτυξε παράλληλα σχέση με τη Μάρθα Γκέλχορν, η οποία επίσης κάλυπτε τον πόλεμο, γεγονός που οδήγησε σε ένα δεύτερο διαζύγιο το 1940 και σε έναν τρίτο γάμο του με την Γκέλχορν, λίγες εβδομάδες αργότερα.

Κούβα
Μετά τον τρίτο του γάμο, ο Χέμινγουεϊ εγκαταστάθηκε στην Κούβα, στη βίλα Φίνκα Βίχια (Finca Vigia), κοντά στην Αβάνα. Το συγκεκριμένο σπίτι αποτέλεσε το πρώτο που αγόρασε ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ, έναντι 18.500 δολλαρίων. Είχε παλαιότερα ξαναταξιδέψει στην Κούβα, το 1928, και θα αποτελούσε τη βάση του, σχεδόν μέχρι τον θάνατό του. Στην εποχή που ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος αρθρογραφεί υπερ της Δημοκρατίας και ενεργοποιείται γύρω από ομάδες συμπαθούντων που στέλνουν βοήθεια στα κυβερνητικά στρατεύματα. Ο ίδιος αποφασίζει να πάρει μέρος στις πολεμικές ανταποκρίσεις στο μέτωπο της Αραγόνας και κυρίως γύρω από την πολιορκημένη Μαδρίτη. Το ξενοδοχείο «Φλόριντα» στη Μαδρίτη, στο οποίο, έμενε συγκέντρωνε γύρω του τους πιο γνωστούς Αμερικανούς εθελοντές στον πόλεμο, τους οποίους γνώριζε προσωπικά και ήταν φίλος τους, όπως ο Ρόμπερτ Μέρριμαν, αρχηγός των αμερικανικών εθελοντικών ταξιαρχιών, και ο πιλότος άσσος Φρανκ Γκλάσκοου Τίνκερ, υποσμηναγός της Δημοκρατικής Αεροπροίας. Στις ανταποκρίσεις του από την Ισπανία υπάρχουν προσωπικοί διάλογοι με αυτούς, ακόμα και ποιήματα αφιερωμένα στους νεκρούς του φίλους.

Οι εμπειρίες του αυτές αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για το μυθιστόρημά του Για ποιόν χτυπά η καμπάνα, το οποίο ολοκλήρωσε στην Κούβα τον Ιούλιο του 1940. Το βιβλίο αναγνωρίζεται σήμερα ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Χέμινγουεϊ και όταν εκδόθηκε είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ έλαβε και πολύ θετικές κριτικές. Πρόσωπα έμπνευσης για τους πρωταγωνιστούς του έργου αυτού ήταν, και με τα ίδια ακριβως ονόματα, το ζευγάρι Ρόμπερτ και Μάριον Μέριμμαν. Ο Ρόμπερτ του έργου όπως και ο αληθινός Ρόμπερτ Μέρριμαν θα πέσουν μαχόμενοι στην Ισπανία για το καθήκον, όπως αυτοί είχαν ορίσει στον ευατό τους.

Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος
Μετά τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο Χέμινγουεϊ οργάνωσε μία επιχείρηση ανακάλυψης γερμανικών υποβρυχίων στις ακτές της Κούβας και των ΗΠΑ. Συγκέντρωσε αρκετούς φίλους και γνωστούς του, ενώ παράλληλα εξόπλισε κατάλληλα το αλιευτικό του σκάφος (γνωστό και ως Pilar). Ονόμασε την οργάνωση αυτή Crook Factory, ωστόσο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τη σύζυγό του Μάρθα, το εγχείρημα του Χέμινγουεϊ αποτελούσε δικαολογία ώστε να αποφύγει μία πραγματική δημοσιογραφική αποστολή αλλά και για να διασκεδάσει με τους φίλους του.

Την άνοιξη του 1944, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε τελικά να ταξιδέψει στην Ευρώπη για τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου, με πρώτο σταθμό το Λονδίνο. Στο διάστημα αυτό, επήλθε ρήξη στη σχέση του με τη σύζυγό του ενώ παράλληλα γνώρισε τη δημοσιογράφο του Time Μαίρη Γουέλς, με την οποία παντρεύτηκε τελικά –συνολικά για τέταρτη φορά– το 1946. Ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στην Αμερική τον Μάρτιο του ίδιου έτους, μετά τη λήξη του πολέμου.

Τελευταία χρόνια
Το 1950 εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημα από την εποχή του Για ποιον χτυπά η καμπάνα, με τον τίτλο Across the River and Into the Trees, το οποίο πραγματεύεται μία ρομαντική ιστορία που εκτυλίσσεται στη μεταπολεμική Βενετία. Το μυθιστόρημα έλαβε κακές κριτικές, ενταγμένες σε μία γενικότερη αμφισβήτηση της ικανότητάς του να συνεχίσει να δημιουργεί σημαντικά έργα. Η θεώρηση αυτή ανατράπηκε δύο χρόνια αργότερα, με την ολοκλήρωση της νουβέλας Ο Γέρος και η θάλασσα, το 1951 και την έκδοσή της τον Σεπτέμβριο του 1952. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Life και προκάλεσε πολύ θετικά σχόλια, οδηγώντας τελικά στην βράβευση του Χέμινγουεϊ με το Βραβείο Πούλιτζερ (1953) και το Νομπέλ Λογοτεχνίας (1954).

Αμέσως μετά τη θερμή υποδοχή της νουβέλας, ταξίδεψε αρχικά στην Ισπανία και αργότερα στην Αφρική. Επί αφρικανικού εδάφους, συμμετείχε σε δύο αεροπορικά ατυχήματα, τα οποία του προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως, αφού επέστρεψε στην Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νομπέλ Λογοτεχνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1954. Αντ’ αυτού, απέστειλε ένα γράμμα, το οποίο διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.

Θάνατος
Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας, που στάθηκαν εμπόδιο στη συνέχιση του έργου του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε επιπλέον από την υπερβολική χρήση αλκοόλ, καθώς και από την κατάθλιψη που εμφάνιζε. Παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μία κινητή γιορτή (A Moveable Feast), έργο που τελικά εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Ιούλιο του 1960 και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ketchum του Άινταχο. Τον ίδιο χρόνο, νοσηλεύτηκε στην κλινική Mayo λόγω της υψηλής του πίεσης αλλά κυρίως της κατάθλιψής και της παράνοιάς του. Εκεί υποβλήθηκε και σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ (ECT). Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jeffrey Meyers, δέχθηκε 11 εως 15 θεραπείες τέτοιου είδους, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν τον βοήθησαν αλλά αντιθέτως είχαν αρνητικά αποτελέσματα, προκαλώντας του απώλεια μνήμης και επιταχύνοντας πιθανόν και τη μελλοντική του αυτοκτονία.

Αποπειράθηκε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει την άνοιξη του 1961 και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκτροταφείο του Ketchum.

Εργογραφία (εντός παρενθέσεων παρατίθενται οι ελληνικές μεταφράσεις των τίτλων)
Μυθιστορήματα
(1925) The Torrents of Spring (Οι Χείμαρροι της Άνοιξης)
(1926) The Sun Also Rises (Ο ήλιος ανατέλλει ξανά)
(1929) A Farewell to Arms (Αποχαιρετισμός στα όπλα)
(1937) To Have and Have Not (Να έχεις και να μην έχεις)
(1940) For Whom the Bell Tolls (Για ποιον χτυπά η καμπάνα)
(1950) Across the River and Into the Trees
(1952) The Old Man and the Sea (Ο γέρος και η θάλασσα)
(1962) Adventures of a Young Man
(1970) Islands in the Stream (Νησιά της Καραϊβικής)
(1986) The Garden of Eden (Ο κήπος της Εδέμ)
(1932) Death in the Afternoon (Θάνατος το απομεσήμερο)
(1935) Green Hills of Africa (Πράσινοι λόφοι της Αφρικής)
(1960) The Dangerous Summer (Το επικίνδυνο καλοκαίρι)
(1964) A Moveable Feast (Αέναη γιορτή ή Μια κινητή γιορτή)
(2005) Under Kilimanjaro
Συλλογές διηγημάτων
(1923) Three Stories and Ten Poems
(1925) In Our Time
(1927) Men Without Women (Άντρες χωρίς γυναίκες)
(1932) The Snows of Kilimanjaro (Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο)
(1933) Winner Take Nothing
(1938) The Fifth Column and the First Forty-Nine Stories
(1947) The Essential Hemingway
(1953) The Hemingway Reader
(1972) The Nick Adams Stories
(1976) The Complete Short Stories of Ernest Hemingway
(1995) Collected Stories

Ελληνικές μεταφράσεις
Οι Χείμαρροι της Άνοιξης : Δ. Π. Κωστελένος (“Άγκυρα”)
Ο ήλιος ανατέλλει ξανά : Ν. Σαρλής (“ΒΙΠΕΡ”)
Αποχαιρετισμός στα όπλα : Β. Λιάσκας (“Δαμιανός”)
Να έχεις και να μην έχεις : Δ. Π .Κωστελένος (“Κοράλλι”)
Για ποιον χτυπά η καμπάνα :
Αλ. Καρρέρ (“Κλασσικά Παπύρου”)
Γ. Κουχτσόγλου (“Βιβλιοθήκη για όλους”)
Ο γέρος και η θάλασσα : Γ.Αλεξίου (“Δαμιανός”)
Πράσινοι λόφοι της Αφρικής : Ψιλοπούλου & Γραμμένος (“Δαμιανός”)
Άντρες χωρίς γυναίκες: Γραμμένος (“Δαμιανός”)

Δεν υπάρχουν σχόλια: