7.11.08

ΠΕΘΑΝΕ Ο ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗΣ

Πέθανε σήμερα το πρωί (Παρασκευή, 7 Νοεμβρίου) ο Τάσος Χατζητάτσης, άνθρωπος σπάνιας ποιότητας, ταλαντούχος συγγραφέας, πολύτιμος συνεργάτης του Εντευκτηρίου και καλός φίλος.
Όσο κι αν ακούγεται τετριμμένο, ο θάνατός του κάνει την ελληνική λογοτεχνική κοινότητα φτωχότερη και βυθίζει σε βαθιά θλίψη όλους εμάς που τον συναναστραφήκαμε, τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε.



Ο Χατζητάτσης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945. Σπούδασε οδοντιατρική και εργάστηκε μέχρι πριν από μερικά χρόνια ως οδοντίατρος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1984 με διηγήματά του στο περιοδικό Χάρτης, ωστόσο έγινε ευρύτερα γνωστός και δημοφιλής χάρη στα διηγήματα που δημοσίευσε στο Εντευκτήριο, στις εκδόσεις του οποίου εξέδωσε τόσο το πρώτο του βιβλίο, Έντεκα σικελικοί εσπερινοί (1997, βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω) όσο και το δεύτερο, Στη σφενδόνη (2000).  (Τα κείμενα και των δύο βιβλίων συγκεντρώθηκαν πρόσφατα σε έναν τόμο, υπό τον κοινό τίτλο Ασκήσεις μνήμης, εκδόσεις Πόλις.)


Ο Τάσος Χατζητάτσης διαβάζει κείμενό του σε εκδήλωση στο Underground Εντευκτήριο


Το 2003 εξέδωσε το μυθιστόρημα Σα σπασμένα φτερά (εκδόσεις Πόλις).
Στο Εντευκτήριο δημοσίευσε επίσης μελετήματα και δοκίμια για συγγραφείς, καθώς και κριτικές βιβλίου. Τέλος, συνεργάστηκε ως κριτικός με το ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας Τα Νέα.
Με τη γυναίκα του, την κεραμίστρια Λίνα Χατζητάτση, απέκτησαν δύο παιδιά. 



Στο μικρό βίντεο ο Τάσος Χατζητάτσης διαβάζει απόσπασμα από πεζό του κατά τα εγκαίνια του Underground Εντευκτήριο, 12 Απριλίου 2002


Η κριτική του διευθυντή του Εντευκτηρίου, Γιώργου Κορδομενίδη, για το Μονόξυλο στο ποτάμι: 



Το τελευταίο διήγημα του Τάσου Χατζητάτση που δημοσιεύτηκε στο Εντευκτήριο (τεύχος 81, Απρίλιος-Ιούνιος 2008)

Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε
ή Ο άνεμος πνέει όπου θέλει


Στη μνήμη του Γιώργου και της Τασούλας Θωμαΐδη

Ο Αλέξανδρος ήταν ο άνδρας της αδελφής του πατέρα μου. Ο πατέρας μου εργένης ακόμα και η αδελφή του, ύστερα από έναν άτυχο έρωτα, είχαν βολευτεί μετά τον θάνατο των γονιών τους, να συγκατοικούν στο πατρικό τους σπίτι. Επιπόλαιοι και οι δυο τους, άνθρωποι αδιάφοροι για κάθε πρα­κτικό πρόβλημα, ζούσαν ανέμελα, σκορπώντας στους ανέμους την πα­τρική περιουσία, η οποία ούτε αστείρευτη αποδείχθηκε ούτε ότι μπορούσε να αναγεννηθεί από τις στάχτες που άφηνε πίσω της. Παραμονές του πολέμου, όταν το πατρικό σπίτι, απέναντι από την εκκλησία της Άγιας Τριάδος, το έβγαλε η τράπεζα σε πλειστηριασμό, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα ισόγειο στην Μπιζανίου. Άνθρωποι του κόσμου και οι δύο, αποφάσισαν ότι ήταν άδικο να μείνουν μοναδικοί επιβάτες σε ένα καράβι που βούλιαζε. Αναζήτησαν συντρόφους στη συμφορά. Παντρεύτηκαν. Ο πατέρας μου τη μητέρα, κόρη κτηματία, και η αδελφή του τον φίλεργο Αλέξανδρο, συνταξιούχο τραπεζικό, και συνέχισαν και μετά τους γάμους να ζουν όλοι μαζί. Βέβαια, στη συγκατοίκηση ρόλο είχε παίξει και η ανέχεια που μάστιζε όλους εκείνα τα χρόνια, παραμονές πολέμου και Κατοχή. Τα άδεια σπίτια ήταν σπάνια, χρήματα δεν υπήρχαν και οι όποιες δουλειές του πατέρα κόπηκαν με το μαχαίρι. Για χρόνια, αν και κανένας μας δεν το ομολόγησε ποτέ, ζούσαμε με τη σύνταξη του Αλέξανδρου.
Ο θείος Αλέκος καταγόταν από τη Σμύρνη. Στη μικρασιατική καταστροφή χάθηκαν πλούτη και γονείς. Το καράβι της σωτηρίας κατέβασε τον Αλέξανδρο και τα αδέλφια του στο λιμάνι του Πειραιά. Τα αδέλφια του, μεγαλύτερα, κοσμογυρισμένα, με όνειρα θαρραλέα, αναθρεμμένα στο περιβάλλον του Sporting Club, ένιωσαν απογοήτευση από την εικόνα της Ελλάδας που αντίκρισαν. Αυτός ο τούρκικος μαχαλάς κάτω από την Ακρόπολη δεν είχε καμιά σχέση με την πατρίδα την οποία, με περισσή περηφάνεια, τους περιέγραφαν οι γονείς και οι καθηγητές τους. Αποκαρδιωμένοι, αποφάσισαν ότι η Αθήνα δεν αντιπροσώπευε τίποτα γι’ αυτούς και προτίμησαν να συνεχίζουν το ταξίδι της σωτηρίας για τη Μασσαλία, όπου ήταν εγκαταστημένη από χρόνια η μεγάλη τους αδελφή. Μόνον ο Αλέξανδρος έφερε αντιρρήσεις. Είχε σοβαρούς λόγους να παραμείνει στην Ελλάδα. Κρυφά από την οικογένειά του, είχε παντρευτεί στη Σμύρνη μια Ελληνίδα. Την Αγγέλα, ηθοποιό που παρεπιδημούσε τους χειμερινούς μήνες του 1921 με επιθεωρησιακό θίασο στη Σμύρνη. Ο Μάριος, ο μεγαλύτερος αδελφός του Αλέξανδρου, στάθηκε ανένδοτος. Ο γάμος έπρεπε να διαλυθεί. Δεν θα δεχόταν με καμιά δύναμη να εγκαταλείψει τον Βενιαμίν της οικογένειας, απροστάτευτο, στην άστοργη αγκαλιά της αρκετά μεγαλύτερής του ηθοποιού. Ο Μάριος ήταν ο θεατρώνης που μετακαλούσε ελληνικούς θιάσους στη Σμύρνη κι ένιωθε ότι ήταν υπεύθυνος για την καταστροφική γνωριμία της Αγγέλας με τον Αλέξανδρο. Χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, κουτσομπολιά και διαδόσεις, ψέματα και αλήθειες, για να κάμψει την απόφαση του νεαρού ερωτοχτυπημένου αδελφού του. Άδικα· τα νιάτα, ατίθασα, είναι πάντα τα πιο δυνατά. Χτύπησε το χέρι του στο σίδηρο, αλλά το πείσμα του μικρότερου θριάμβευσε, προκαλώντας σχίσμα στην οικογένεια. Τα αδέλφια έφυγαν πικραμένα για τη Γαλλία και έριξαν πίσω τους μαύρη πέτρα. Δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ στην Ελλάδα και δεν θα αντικρίσουν ποτέ ξανά τον μικρό τους αδελφό.
Ο Μάριος έγινε ονομαστός θεατρώνης στη Μασσαλία και, ύστερα από τον πόλεμο, επιτυχημένος παραγωγός κινηματογράφου. Ο δεύτερος αδελφός, ο Μιχάλης, άνθρωπος ασυμβίβαστος, πεισματάρης και θυελλώδης, πολέμησε στον ισπανικό εμφύλιο. Απόφοιτος της περίφημης Ευαγγελικής Σχολής, ένθερμος αρθρογράφος για τα δεινά του μικρασιατικού ελληνισμού στην εφημερίδα Αμάλθεια, έγραψε ένα ερωτικό μυθιστόρημα στη Γαλλία. Εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, με την ενίσχυση του Μάριου, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η υπόθεσή του εξελίσσεται στο Παρίσι του Λεβάντε, στην ελληνική Σμύρνη, πριν την καταστροφή. Ο πρωταγωνιστής παντρεύεται, κρυφά από τους γονείς του, την αγαπημένη του Έλεν, η οποία όμως χάνεται, πνίγεται κατά τη διάρκεια της καταστροφής στα νερά του κόλπου της Σμύρνης. Τον Μιχάλη τον εκτέλεσαν οι σταλινικοί ως αναρχικό στη Βαρκελώνη. Η Μαριάνθη, η μικρότερη αδελφή, δίδυμη με τον Αλέξανδρο, παντρεύτηκε στη Μασσαλία έναν εργοστασιάρχη γυαλιού. Είναι η μόνη που κράτησε επαφή και αλληλογραφούσε με τον αδελφό της. Από αυτά τα γράμματα, που τα βρήκα ύστερα από τον θάνατο του Αλέξανδρου, έμαθα για τα οικογενειακά τους.
Ο Αλέξανδρος με την Αγγέλα απέκτησαν δυο αγόρια. Στο συρτάρι του βρήκα καταχωνιασμένη μια φωτογραφία της Αγγέλας την εποχή του γάμου τους. Νέα, ωραία, μια καλλονή με μαύρα σγουρά μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση της. Χαμογελά, κοιτώντας κάπου στο βάθος του ουρανού αλλά τα μάτια της κρύα και το βλέμμα αυστηρό, βλοσυρό θα έλεγα. Ο γάμος, επιβεβαιώνοντας τους φόβους του Μάριου, δεν κράτησε πολύ. Αλλά η Αγγέλα δεν χάθηκε. «Οι πουτάνες πάντα σώζονται», ήταν το πικρό επιμύθιο του Αλέξανδρου όταν διηγιόταν για τις πουτάνες της Σμύρνης. Σώθηκαν όλες, με τα πρώτα καράβια, και στελέχωσαν με επιτυχία τους οίκους του Πειραιά. Και όλοι καταλαβαίναμε για ποιαν τα έλεγε. Η Αγγέλα έπαιξε για χρόνια σε θέατρα της Αθήνας, με το πατρικό της όνομα. Δεν ξεχώρισε για το υποκριτικό της ταλέντο αλλά ως σύζυγος, θαυμαστή για την ομορφιά της, του καινούργιου άνδρα της, του Γρηγόρη Βασιλόπουλου. Αυτός, αν και ανάλωσε τη ζωή του στην τραπεζική σταδιοδρομία, έγινε γνωστός ως μέλος της βασιλικής φατρίας. Μεταπολεμικά του ανατέθηκαν, κατ’ επανάληψη, υπουργικά χαρτοφυλάκια σε εξωκοινοβουλευτικές, σε βασιλικές έλεγαν οι εχθροί του, κυβερνήσεις.
Ο Αλέξανδρος εργάστηκε για χρόνια στην τράπεζα, για να μη λείψει τίποτα στ’ αγόρια που μεγάλωναν κοντά του. Όταν πια βγήκε στη σύνταξη και απαλλάχτηκε από τις πατρικές του υποχρεώσεις, τα παιδιά του αποκαταστημένα (ο μεγάλος του χαμένος στις Ινδίες, δούλευε στο υποκατάστημα των Ράλληδων, ο μικρότερος λογιστής στην εταιρεία Ηλεκτροδότησης Λαρίσης), ερωτεύτηκε τη θεία μου. Γεροντοέρωτας; Έναν άνθρωπο στο λυκαυγές του βίου του, ποιος λόγος τον ώθησε να παντρευτεί και να γίνει μέλος της οικογένειάς μας; Για να τον γηροκομήσουμε, υποστήριζα, με τη σαρδόνια αμετροέπεια που μου χάριζε η αγάπη του και η αυθάδεια της νεότητάς μου. «Για να βοηθήσω την ξεπεσμένη οικογένειά σας», απαντούσε ο Αλέξανδρος, με το περιγελαστικό του ύφος και τόσο εξόργιζε τον πατέρα μου. Γιατί ο προσγειωμένος Αλέξανδρος μας βοηθούσε σε όλα: στα μαθήματά μου, στις δουλειές του σπιτιού, στα ψώνια, στο μαγείρεμα και κυρίως στα οικονομικά. Ενώ ο πατέρας τσακωνόταν με την αδελφή του, την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για την κατάντια μας και διαπληκτιζόταν με την μητέρα, γιατί δεν υποθήκευε τα πατρικά της κτήματα, ο Αλέξανδρος ανακάλυπτε νέες προσοδοφόρες δουλειές. Άνθρωπος χαλκέντερος, με νεανικό ενθουσιασμό παρά την ηλικία του, μας ελάφρυνε οικονομικά κάνοντας τον ασφαλιστή, τον μεταφραστή, τον παραγγελιοδόχο, τον λογιστή, ακόμα και τον έμπορο σταθμών όταν άλλαξαν οι οκάδες σε κιλά. Στο τέλος έγινε και πληρεξούσιος του Ιβάν Φιλίποβιτς, ύστερα από αφανή υπόδειξη, πιστεύω σήμερα, του αδελφού του Μάριου. Γιατί είναι πλέον γνωστό ότι ο Μάριος και ο Φιλίποβιτς και φίλοι και συνεταίροι υπήρξαν στην παραγωγή σημαντικών κινηματογραφικών ταινιών της μεταπολεμικής Γαλλίας.
O Ιβαν Φιλίποβιτς ήταν Ρώσος εμιγκρές, γεννημένος στην Αγία Πετρούπολη. Ακολουθώντας τα στρατεύματα των Λευκών, κατέφυγε στην Οδησσό και από κει με πλοίο στη Μασσαλία. Λεγόταν ότι είχε καταφέρει να διασώσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του, παρά τις κακουχίες του πολέμου και τη σπάταλη και πολυτελή ζωή του. Υπήρξε τακτικός παίχτης των μεγάλων καζίνων και τολμηρός δοκιμαστής των θέλγητρων τρυφερών υπάρξεων. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες των καιρών, είχε καταθέσεις σε ελβετικές τράπεζες, ακίνητα στη Γαλλία, πολυκατοικίες στην Αθήνα και ήταν ιδιοκτήτης αποθηκών και δύο κινηματογράφων στη Θεσσαλονίκη. Τον χειμώνα τον περνούσε στην Αθήνα, γιατί το κλίμα της του έκανε καλό στ’ αρθριτικά. Τον Απρίλιο όμως, με το βαγκόν-λι, έφευγε για την Ελβετία και από κει για τη βίλα του στην Κυανή Ακτή. Εκμεταλλευόμενος το ενιαύσιο αυτό ταξίδι, έμενε για λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη, για να τακτοποιήσει οικονομικές εκκρεμότητες. Όταν γνώρισα τον Ιβάν Φιλίποβιτς, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αντίκρισα έναν οστεώδη ηλικιωμένο άνδρα, με σκούρο γκρι κουστούμι, τα μαλλιά κολλητά, τα μάγουλα ζαρωμένα αλλά προσεκτικά ξυρισμένα, να διαβάζει τη Φιγκαρό, στο σαλόνι του παλιού «Μεντιτερανέ», στην παραλία. Οι αριστοκρατικοί του τρόποι φανέρωναν την ευγενική του καταγωγή. Η φρέσκια γαρδένια στην κομβιοδόχη του, μεθυστικός κήπος. Τον συνόδευε μια γυναίκα ψηλή, εξαιρετικά κομψή, όχι πια νέα. Το πρόσωπο και η κορμοστασιά της διατηρούσαν ζηλότυπα τα σημάδια μιας σπάνιας ομορφιάς, που δεν έλεγε να βασιλεύσει. Με τα πυρόξανθα μαλλιά της αναδεμένα σε κότσο, τα κατακόκκινα χείλη όλες οι αμαρτίες του κόσμου, τα ψηλά ζυγωματικά να τονίζουν τα πράσινα μάτια της και το βλέμμα απόμακρο, άλλων εποχών. Τυλιγμένη σε ένα ολόσωμο φόρεμα, με ζώνη πλεκτή, που τόνιζε το δακτυλίδι της μέσης. Η άσπρη γούνα παρατημένη σαν ρούχο παρακατιανό, ανέμελα, στη διπλανή πολυθρόνα. Μας υποδέχτηκε όρθια, με τα γαλλικά της, που δεν καταλάβαινα, αλλά απολάμβανα τον ρυθμό τους και τις εκφραστικές χειρονομίες που τα συνόδευαν. Με τα χέρια ανασηκωμένα, στολισμένα κλαδιά κερασιάς, να διαμαρτύρεται για την υγρασία της πόλης. «Δόξα του γαλλικού κινηματογράφου» μου σφύριξε ο Αλέξανδρος, καθώς με έσπρωχνε να καθίσω στον απέναντι καναπέ. Η Σέλμα Μπόγκερ, συγκράτησα. Όνομα άγνωστο, που ο συλλαβισμός του επέτεινε τον θαυμασμό μου στη σπάνια ομορφιά της. Οι λέξεις χάθηκαν. Έσβησαν τα λόγια. Αρνήθηκα την προσφορά μιας λεμονάδας και βυθίστηκα στα απαλά μαξιλάρια του καναπέ, λουσμένος από το εκθαμβωτικό φως της Μπόγκερ που με κυρίευε με την επιμονή ονείρου. Η συντροφιά μιλούσε γαλλικά. Τους αγνοούσα. Με αγνόησαν και αυτοί και με άφηναν, σχεδόν υπνωτισμένος να απολαμβάνω την ανθισμένη εικόνα που εισέβαλλε στην άγουρη νιότη μου. Ο χρόνος είχε σταματήσει, μόνο ο φόβος ότι το όνειρο θα τελειώσει. Φίλησα αμήχανα το χέρι που μου πρότεινε η Μπόγκερ για αποχαιρετισμό, εισπράττοντας το υποτιμητικό και ειρωνικό βλέμμα του θείου μου. Έριξε στους ώμους της την άσπρη γούνα και με τον κύριο Φιλίποβιτς μπήκαν στο ταξί που τους περίμενε μπροστά στο ξενοδοχείο. Η εικόνα χανόταν. Δύσκολα ξεχώριζες τη λευκή σιλουέτα από την άσπρη γραμμή των αφρισμένων κυμάτων που έσκαγαν στην προκυμαία. Την επιθυμία από το πάθος.


Ύστερα από χρόνια. Μια Κυριακή. Φοιτητής πια, παρακολούθησα σχεδόν από τύχη στην κινηματογραφική λέσχη την ταινία του Ρομπέρ Μπρεσόν Οι κυρίες του δάσους της Βουλώνης. Ήταν η δεύτερη ταινία του Μπρεσόν που πρόβαλλε η Λέσχη. Είχε προηγηθεί το Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε ή Ο άνεμος πνέει όπου θέλει, ταινία που, παρ’ όλα τα ευμενή σχόλια του εισηγητή, με κούρασε αφάνταστα. Δεν άντεχα τον λεπτολόγο ρεαλισμό της και το πνευματικό στοιχείο που αποκτούσαν τα καθημερινά αντικείμενα. Πράγματα παράλογα για μένα, που έμενα άγρυπνος τα βράδια υπογραμμίζοντας αποσπάσματα από το Αντί-Ντίρινγκ του Έγκελς. Είχα αποφασίσει, χωρίς τύψεις, να αποφύγω τη νέα δοκιμασία. Ένας φίλος όμως, έμπειρος στα κινηματογραφικά, επέμενε ότι δεν έπρεπε να χάσουμε αυτήν την ταινία, επρόκειτο για αριστούργημα. Πήγα αναγκαστικά. Η Μαρία Καζαρές, υποδυόμενη τη Μοίρα, στήνει μια σατανική μηχανή ερωτικής εκδίκησης και οι ήρωες-ανδρείκελα, ο Ζαν και η Ανιές, θα σωθούν χάρη στον έρωτά τους. Με έκπληξη και συγκίνηση ανακάλυψα στο δροσερό και αγνό πρόσωπο της Ανιές τα νεανικά χαρακτηριστικά της Σέλμας Μπό­γκερ που είχε αναστατώσει τον πρώιμο εφηβικό μου ενθουσιασμό. Τα χέρια της στολισμένα κλαδιά κερασιάς, στο σαλόνι του «Μεντιτερανέ». Το με­σημέρι στο σπίτι με λαχτάρα αποκάλυψα στον Αλέξανδρο ότι είχα παρακολουθήσει μια ταινία της Μπόγκερ. Δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου, μόνο κούνησε το κεφάλι: «Μια αποτυχημένη παραγωγή του Φιλίποβιτς» είπε. Και για την Μπόγκερ: «Ταλαιπωρήθηκε αφά­νταστα από τον καρκίνο, πέθανε πέρσι τον χειμώνα.» Χάθηκε και ο κύριος Φιλίποβιτς. Δεν επισκεπτόταν πια τη Θεσσαλονίκη. Οι κινηματογραφικές του αίθουσες δεν απέφεραν κέρδη. Έδυε ο αιώνας, έκλειναν οι κινηματογράφοι. Η μια αίθουσα του Φιλίποβιτς έγινε σούπερ μάρκετ και η άλλη, η κεντρική, δόθηκε για αντιπαροχή.
Τελευταία, τελευταίος, χάθηκε κι ο Αλέξανδρος. Μόνος συγγενής εγώ παρακολούθησα την κηδεία του. Κανένας γιος του δεν εμφανίστηκε. Τον θάψαμε φρεσκοξυρισμένο, με όλα τα μαλλιά του, πυκνά, ακμαία, μαύρα, «Τα βάφεις» τον πείραζα. «Ποτέ» διαμαρτυρόταν, «από παιδί τα πλένω με πράσινο σαπούνι.»
(Χάνονται οι νεκροί. Σβήνουν. Απόντες, ξεχνιούνται. Η δικιά μας λήθη είναι η κόλαση. Μόνο σκιές μένουν στις αφηγήσεις μας. Για σένα, Τασούλα, γράψω αυτή την ιστορία. Για σένα που αγνάντευες μέχρι το τέλος το πέλαγος. Για σένα μουντζουρώνω τα χέρια μου σε ψέματα και αλήθειες, σε μελάνια και πλατίνες, προσπαθώντας να κρατήσω μέχρι το τέλος κρυφό το μυστικό.)
Όταν η ωραία Σέλμα, εξαντλημένη από την αρρώστια, έμεινε στο κρεβάτι, ο Ιβάν Φιλίποβιτς αγόρασε ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο που το ονόμασε «Σέλμα». Μετέφερε το κρεβάτι της στο κατάστρωμα, μια μηχανή προβολής στη βάση του μεσαίου ιστίου, το τετράγωνο ακάτιο ιστίο για οθόνη, και πρόβαλε τις ταινίες της αγαπημένης του διασχίζοντας το πέλαγος. Ένα ιστιοφόρο γεμάτο ταινίες και χρώματα να πλέει κι να πλέκει ιστορίες, έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος του πρώτου πλωτού κινηματογράφου.
Πολλοί πιστεύουν σ’ αυτή την ιστορία και άλλοι την ενδυναμώνουν με διαδόσεις που υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και κινηματογραφικά πλάνα του ιστιοφόρου, σε συλλογές παλιών κινηματογραφιστών, τα οποία όμως ούτε βρέθηκαν ούτε, από όσο ξέρω, προβλήθηκαν ποτέ.
Μόνο ορισμένα θαμπά πρωινά, όταν έχει καιρό να φυσήξει, ο ορίζοντας της θάλασσας χάνεται στην ομίχλη και δεν ξεχωρίζει απέναντι ο Όλυμπος, μπορείς να διακρίνεις το τρικάταρτο ιστιοφόρο να πλέει. Και με λίγη προσοχή, μπορείς να ξεχωρίσεις και τους επιβάτες στο κατάστρωμα να χαιρετούν. Τον πατέρα μου, τη μητέρα, τη θεία, τον Αλέξανδρο, τον Ιβάν Φιλίποβιτς, τη Σέλμα Μπόργκερ, τον Γιώργο, την Τασούλα. Τότε, εγώ πετώ στον αέρα το ναυτικό μου πηλήκιο, οι χρυσές κορδέλες να ανεμίζουν, ο άνεμος να πνέει όπου θέλει, και με ενθουσιασμό τους χαιρετώ. Νεκροί αυτοί, μην καταλάβουν το μυστικό: πως στη σφιγμένη μου παλάμη, βαθιά μέσα στην τσέπη, κρύβω το τσαλακωμένο εισιτήριο για το ιστιοφόρο.

                   Τάσος Χατζητάτσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: