Σήμερα μπήκα σε ένα γεμάτο βαγόνι. Από Πανεπιστήμιο για Σύνταγμα. Μία πόρτα ήτανε χαλασμένη, δεν άνοιγε, κι έτσι στη διπλανή είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Γύρισα δεξιά, όπως γυρνάει κανείς δεξιά γιατί δεν μπορεί να κοιτάζει συνέχεια ευθεία. Είχε σηκωθεί ένας ηλικιωμένος, πάνω από εβδομήντα, για να κατέβει. Σκέφτηκα αυτόματα το μέτρο που ακουγόταν πριν από μερικές μέρες, να απαγορευτεί η κυκλοφορία στους άνω των εξήντα πέντε. Για λίγα δευτερόλεπτα, ο κύριος με κοίταζε στα μάτια σαν τρομαγμένο ζώο. Μου θύμισε έναν πίνακα του Ντε Κίρικο, δεν θυμάμαι όνομα, απεικόνιζε έναν άνδρα με αφύσικα παιδικό πρόσωπο. Καθώς κατέβαινα στο Σύνταγμα, στο μυαλό μου ήρθε μια περιπέτεια που είχα πριν από κάνα-δυο χρόνια. Είχα πάει με κάτι φίλους σαββατοκύριακο στην Εύβοια. Το βράδυ ήπιαμε.Το πρωί, περνώντας από κάτι βράχια, έπεσα. Θαύμα πώς επέζησα, γιατί έφερα δύο τρεις βόλτες μέχρι να σταματήσει το σώμα. Ενώ έπεφτα, έγινα σαν παρατηρητής του εαυτού μου και τον λυπήθηκα. Τον είδα σαν μικρό παιδί, ανυπεράσπιστο, ολομόναχο, ένα τίποτα. Φτωχό κι αβοήθητο. Ωραία που γυρίζουν τα πράγματα πίσω...
3 σχόλια:
Έξοχο, Αργύρη. Πόσο χαίρομαι...
Έξοχο, Αργύρη. Πόσο χαίρομαι...
Έξοχο το κείμενό σου, Αργύρη.
Δημοσίευση σχολίου