Μόλις κυκλοφορήθηκε από τις Εκδόσεις Εντευκτηρίου:
Κυριάκος Ευθυμίου
Το κόκκινο άλογο: Δεκαοχτώ μικρά διηγήματα
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2020
64 σ.
ISBN 978-960-7568-62-5
Τιμή: 8,48 (περιλαμβάνεται ΦΠΑ)
Δεκαοχτώ μικρές ιστορίες για την ξενιτιά, τη φτώχεια, τον έρωτα, τη διάψευση, την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη αδυναμία, την υπέρβαση, την αποδοχή· με δυο λόγια, για πράγματα ανθρώπινα. Ένα υπαρξιακό νήμα μοιάζει να διαπερνά τις περισσότερες ιστορίες, καθώς το υποκείμενο της αφήγησης διακατέχεται από τον αγώνα και την αγωνία να εξηγήσει την ύπαρξή του, να αποτιμήσει το παρελθόν του, να αναλογιστεί και να διερευνήσει εύθραυστες σχέσεις, να διαχειριστεί λάθη και αδυναμίες, προκειμένου να συμφιλιωθεί τελικά με τον εαυτό του και με ό,τι υπήρξε η ζωή του μέχρι τώρα ― μία διαρκής αναμέτρηση του σκότους με το φως.
«Τι είμαστε; Σκιές, που φωτίζονται κάποιες στιγμές, για λίγο.»
Η απλή και ειλικρινής αφηγηματική γλώσσα κάνει τον αναγνώστη αποδέκτη μιας εκμυστήρευσης, μιας εξομολόγησης, που ενίοτε αποκτά ρυθμό ποιητικό. Και καθώς το βίωμα ισορροπεί επιδέξια με το λογοτεχνικό παραξένισμα, ο καθένας από τους δεκαοχτώ λογοτεχνικούς χαρακτήρες του Κυριάκου Ευθυμίου γίνεται ένας από μας και μας ωθεί να στρέψουμε το βλέμμα προς τα μέσα.
Ο Κυριάκος Ευθυμίου διαβάζει ποιήματά του
στην 5η Λογοτεχνική Σκηνή, Θεσσαλονίκη, 18.11.2016
Ο Κυριάκος Ευθυμίου γεννήθηκε το 1954 στη Λευκωσία, όπου και ζει. Σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (ΘΟΚ). Εξέδωσε το 1993 την ποιητική συλλογή Επιάστηκεν το φεγγάρι και το 2015 τη συλλογή Κυρτός αλατοπώλης (κρατικό βραβείο ποίησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, 2016). Ακόμη, έχει γράψει τρία θεατρικά έργα και το σενάριο μιας ταινίας και έχει επιμεληθεί πέντε ψηφιακούς δίσκους ήχου (cd) στους οποίους διαβάζει ποιήματα του Καβάφη, του Παντελή Μηχανικού, του Θεοδόση Νικολάου, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και του Κώστα Μόντη. Το κόκκινο άλογο είναι το πρώτο του βιβλίο πεζογραφίας.
Ιδού ένα από τα δεκαοχτώ μικρά διηγήματα αυτού του κομψού και πολύ ιδιαίτερου βιβλίου.
Μπήκα στην κουζίνα. Έπλυνα το πιάτο, το πιρούνι και το ποτήρι μου, αυτό με το πουλάκι που μ’ αρέσει. Στο σαλόνι, όλα στη θέση τους· και καθαρά. Δεν έμεινε άλλο να κάνω για να φύγει το μυαλό απ’ τις σκέψεις του.
Στη θέση αυτή καθόταν η μητέρα μου, που έλεγε λίγα μα τα ήξερε όλα. Κοίταζε με τις ώρες μακριά, αν και τα μάτια της την είχαν προδώσει. Την ώρα της ταφής δεν έκλαψα καθόλου. Φύλαξα τα δάκρυα για μετά, όταν θα ήμασταν μόνες στο σπίτι.
Νυχτώνει. Λένε πως τη νύχτα χειροτερεύουν τα πράγματα. Δε με φοβίζει εμένα. Λες κι ησυχάζει τη νύχτα η ζωή. Άναπαύεται. Για να πάρει ξανά το πρωί το δρόμο που νομίζει πως πρέπει. Θ’ ανάψω ένα τσιγάρο, μπορεί κι άλλο αμέσως μετά. Δεν ξέρω. Θέλω να σκέφτομαι λιγότερο, να αισθάνομαι λιγότερο· να μην καταλαβαίνω πολύ, εμένα, τους άλλους, τον κόσμο. Κουράστηκα. Πολλές φορές ξετύλιξα το νήμα απ’ την αρχή. Μα σ’ όποια εποχή κι αν η μνήμη μου μ’ έριχνε, περιφερόμουν στα στενά της ζωής μου σαν ξένη. Μπερδεύοντας σπίτια,
14 συμβάντα και ονόματα. Έγινα, είναι φανερό, δύσκολη. Είμαι δύσκολη. Ξέρω πως εκεί έξω είναι άνθρωποι καλοί. Μα δεν ψάχνω για κάποιον καλό. Ψάχνω να βρω τον δικό μου. Ζητώ πολλά, πάρα πολλά. Και να ’μαι, με τα χέρια αδειανά, που τα κοιτώ να μαραίνονται και να γερνούν.
Ω… Η εικόνα που είχα στο μυαλό άρχισε να θολώνει: Να φτάνω στο μυστήριο με τ’ άσπρο νυφικό και να ’ν’ η καρδιά μου μια γιορτή· που αρχίζει. Κι όταν θα μεγάλωνε λιγάκι το μωρό, θα τρέχαμε, θα παίζαμε, ακόμα και κρυφτό. Δήθεν θα έψαχνα από δω, θα έψαχνα από κει, μα πάντα θα το έβρισκα στην κρυψώνα που τ’ αρέσει. Το γλυκό μου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου