15.8.18

Δεκαπενταύγουστος 1992



γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

στην τρυφερή μνήμη της Μαρίκας Κορδομενίδου


Το κουδούνισμα του τηλεφώνου δίπλα μου, στις 8 και κάτι το πρωί, με ξύπνησε και με τρόμαξε. Δεν ήταν συνηθισμένα τα τηλεφωνήματα στο σπίτι τόσο νωρίς, και μάλιστα πρωί Δεκαπενταύγουστου. Σήκωσα το ακουστικό παραξενεμένος, σχεδόν ανήσυχος.

― Γιωργάκη, καλημέρα. Χρόνια της πολλά. Να τη χαιρόμαστε.

Αναγνώρισα σχεδόν αμέσως τη γυναικεία φωνή, καθώς, όσο ζούσε ακόμη η μητέρα μου, τηλεφωνούσε αρκετά συχνά. Ήταν μία συνάδελφος της Μαρίκας τον καιρό που δούλευε στη βιοτεχνία της Ζαμπουρίδου, όπου έφτιαχναν κάτι (εκκεντρικές θα τις έλεγα σήμερα) γυναικείες παντόφλες με μουσούδα, “μουστάκια” κτλ. γάτας. Αιφνιδίως, κάποια στιγμή, έπαψε να τηλεφωνεί. Η μητέρα μου, που είχε παραξενευτεί από τη σιωπή της, ρώτησε και έμαθε πως η παλιά της φίλη ήταν άρρωστη.

― Θα μου δώσεις τη μαμά σου, να της ευχηθώ; Ή μήπως κοιμάται ακόμη; Τώρα που είμαι πια σχεδόν καλά, έλεγα να έρθω να πιούμε έναν καφέ ξανά μετά από τόσο καιρό. Και να μας τον ψήσεις πάλι εσύ, που τον φτιάχνεις τόσο μερακλίδικο...

― Ξέρετε, της είπα προσπαθώντας να συγκρατηθώ, η Μαρίκα δεν... Η Μαρίκα κοιμήθηκε για τα καλά εδώ και τέσσερα χρόνια!

Κατάλαβα πως τα έχασε. Ίσως της πήρε λίγο χρόνο μέχρι να αντιληφθεί τι σήμαινε εκείνο το «κοιμήθηκε για τα καλά». Ύστερα, ψέλισε μόνο, με σπασμένη φωνή, «αχ, αγόρι μου, Γιωργάκη», «αχ, Γιωργάκη, αγόρι μου» και έκλεισε το τηλέφωνο.

Ακούμπησα το ακουστικό στο στήθος μου και παρέμεινα ξαπλωμένος στο μονό  ―άδειο από καιρό― κρεβάτι της Μαρίκας, όπου έπεσα το προηγούμενο να βράδυ να κοιμηθώ, εγκαταλείποντας για μία νύχτα το δικό μου, παραδομένος σ’ αυτήν την ανεξήγητη παρόρμηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: