21.12.16

Αντιπαροχή



γράφει η Γλυκερία Μπασδέκη

Περνάω μέρα παραμέρα απ’ την αντιπαροχή γιατί δεν έχω τίποτε χειρότερο να κάνω κι ούτε σ’ έχω ξεπεράσει ακόμα, για να ασχοληθώ με κάτι πέρα απ’ τα ερωτικά μου. Έχει ανοίξει ένα κινέζικο, αλλά η Τσιντσαντσόνγκ που το τρέχει σερβίρει και καφέδες από το πρωί κι έχω κάλυψη να σε κοιτάζω. Χάλι μαύρο η αντιπαροχή, δυο-τρία φαίνεται να πουλήθηκαν κι ούτε τα μισά σε νοίκι. Υπάρχει, ας πούμε, κάτι σαν Θεός της αγάπης που φροντίζει τις χήρες και τα ορφανά κι αυτές που έστειλες να το ρίξουν στον μαμόγιατρο γιατί δεν ήσουν έτοιμος για τέτοια. Αλλά εγώ δεν ξέχασα γιατί μου παίρνει εκατό χρόνια να βγω από κάθε  δεκαετία, άρα θέλω άλλα εκατονεβδομηνταδύο χρονάκια στο περίπου για να πω συγχωρεμένος, άντε στην ευχή της Παναγίας.

Κουδούνια δεν χτυπάω, τέτοια έκανα παλιά, τώρα ωρίμασα. Ούτε στέλνω  τους πυρόμπατσους γιατί πήρε φωτιά μια καρδιά στο ρετιρέ. Μόνο πίνω τον καφέ στης  Ζιγκζαγκ και σε σκέφτομαι  με τα ένφια και τα φοροδιαβολικά και τη μις σύζυγο να σου ζαλίζει την αναρχία.

Η Τσουλί που τρέχει το κινέζικο με κερνάει καμιά φορά τον καφέ. «Καλό κοπέλα  εσύ», μου λέει, «ήσυχο κοπέλα, συμπαθώ εσένα».

Δεν της λέω τίποτα. Χαμογελάω μόνο ντροπαλά. Στα δόντια μου που δεν φαίνονται πυρπολείται η Σαγκάη κι όλες οι πάπιες Πεκίνου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: