Κίτρινη ουρά: Νουβέλα
εκδ. Εντευκτηρίου, 72 σελ.
Μια φορά και έναν καιρό, μια Μαρία εξαφανίζεται από τη γειτονιά της. Μια ερευνήτρια αναλαμβάνει την εύρεσή της. Oμως οι αναζητήσεις της δεν οδηγούν πουθενά. Η εξαφανισμένη Μαρία υπονομεύει τα δύο μείζονα αξιώματα της δουλειάς της. Πρώτον: «Μία εξαφάνιση έχει σημασία μόνο όταν κάποιος αναζητά το άτομο που εξαφανίζεται». Και δεύτερον: «Πάντα κάποιος υπάρχει που γνωρίζει κάτι για κάποιον». Ωστόσο, τώρα φαινόταν πως κανένας δεν αναζητούσε τη Μαρία ούτε γνώριζε κάτι για εκείνη. Οι μάρτυρες που εξετάζει η ερευνήτρια, δεν έχουν να πουν τίποτα συγκεκριμένο. Hταν λες και δεν υπήρξε ποτέ η Μαρία. Τελικά ένα μόνον είναι το αξίωμα: «Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα για κανέναν». Η ερευνήτρια καταχωρίζει την υπόθεση στο αρχείο και εκεί που η ιστορία του βιβλίου μοιάζει να τελειώνει, παίρνει μια απροσδόκητη τροπή. Η Παναγιώτα Δημοπούλου (γενν. 1980) κάνει την πρώτη της πεζογραφική εμφάνιση με μια παιγνιώδη νουβέλα, που διερωτάται για τις άπειρες δυνατότητες μιας αφήγησης. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου μια συγγραφέας πασχίζει να γράψει την ιστορία της εξαφανισμένης Μαρίας. Επινοεί τα φυσιογνωμικά της χαρακτηριστικά, την εργασία της, τις συνήθειές της, τους γείτονες και τους συναδέλφους της, το σπίτι όπου μένει με τον σύζυγό της. Και έπειτα φέρνει στη ζωή της Μαρίας μια ερευνήτρια. Η αποτυχία της αναζήτησης υποδηλώνει την αποτυχία της συγγραφέως να εξιστορήσει τη ζωή της Μαρίας. Τα πενιχρά και αντικρουόμενα ευρήματα της ερευνήτριας κάνουν την εξαφανισμένη Μαρία παντελώς άφαντη, η μορφή της κατακερματίζεται σε πολλαπλά ενδεχόμενα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Μαρία συνεχίζει να μη δίνει σημεία ζωής, την ίδια στιγμή που οι ζωές των υπόλοιπων ηρώων χάνουν έξαφνα τον ειρμό και τη συνοχή τους. Μακράν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι είναι το επιλογικό, όπου η Μαρία εμφανίζεται, καθώς γίνεται το αντικείμενο της περιέργειας σκιωδών πλασμάτων που την παραμονεύουν στο σπίτι της, ενόσω εκείνη κοιμάται. Τα πρόσωπα αυτά αγωνιούν να υπάρξουν, να μιλήσουν τη φωνή τους, αλλά δίχως τη Μαρία παραμένουν αφανή, άμορφα και άηχα. Υπάρχουν χάρη στη Μαρία, όταν εκείνη ξενυχτάει μπροστά στον υπολογιστή. Η Μαρία δεν είναι λοιπόν μόνον η άνασσα των γεγονότων, αλλά και η ανάσα των φασματικών πλασμάτων στα οποία δίνει πνοή. Οι μάρτυρες της ερευνήτριας μεταμφιέζονται τώρα σε μέλη ενός θεατρικού θιάσου που αναζητούν μια συγγραφέα. «Εμείς είμαστε τα πρόσωπα της ιστορίας της, λέμε. Τα πρόσωπα που αναζητούν εκείνην».
Η περίσταση θυμίζει τα «Eξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλο, παραπομπή ηθελημένη, δεδομένων των σπουδών της Δημοπούλου στη θεατρολογία. Τα πρόσωπα που ζητούν τη Μαρία, ξέρουν πως αναπνέουν όσο αναπνέει κι εκείνη. Ο ύπνος της, μια παροδική εξαφάνιση, τους τρομοκρατεί. Παρεισδύοντας στο πάλλευκο, ωσάν άγραφο, σπίτι της, κυκλώνουν το κρεβάτι της και αρχίζουν να απαγγέλλουν φράσεις που πλέκουν τα νήματα της βιογραφίας της δημιουργού τους. Oσο η συγγραφέας κοιμάται, οι ήρωές της της εμφυσούν ζωή προκειμένου και εκείνοι να ανασάνουν ξανά. Η γραφή της Δημοπούλου παραθέτει με επιτηδευμένο ψυχαναγκασμό στη λεπτομέρεια και στην επανάληψη μια σωρεία ασήμαντων συμβάντων. Παραδόξως, η ιδεοληπτική αποδελτίωση ανούσιων περιστατικών δημιουργεί ένα μυθοπλαστικό περιβάλλον σύγχυσης, παραλογισμού και απροσδιοριστίας. Στα χάσματα των, τάχα αδιάσειστων, γεγονότων καραδοκεί το απρόοπτο που έρχεται να δυναμιτίσει κάθε επίφαση αληθοφάνειας. Τα ίδια τα γεγονότα είναι εφευρήματα, παιχνίδια πάνω στα πλήκτρα, νοθείες της αληθινής ζωής. Παρά το μικρό του μέγεθος, το βιβλίο της Δημοπούλου είναι παράτολμο και ευρηματικό. Μια πνευματώδης, αυτοαναφορική μυθοπλασία. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μια αξιοπρόσεκτη πρώτη εμφάνιση.