1.8.16

Τέλλος Φίλης: Το βράδυ που έφυγε ο Λυκ




Photo by Alessandro I. 


Ο ξένος δεν ανήκει σε κανέναν τόπο, σε κανέναν χρόνο, σε κανέναν έρωτα.
Καταγωγή χαμένη, ρίζωμα ακατόρθωτο, μνήμη βυθισμένη, παρόν σε εκκρεμότητα. Ο χώρος του ξένου είναι το τρένο που φεύγει.

                                                                          Τζούλια Κρίστεβα, Ξένοι μέσα στον εαυτό μας

Μια αιφνίδια άφιξη, μόνο η Νομική με περίμενε κουλουριασμένη στη βεράντα, ανεξάρτητη κι απόλυτα αφοσιωμένη, να με περιμένει πάντα, κάθε που ξυπνά το καλοκαίρι στο νησί. Πιο μόνος και ξένος από ποτέ, φτάνω έτοιμος για έναν ακόμη οριστικό αποχαιρετισμό. Χωρίς αποσκευές, χωρίς έτοιμες λέξεις, αυτό το αίσθημα κενού μπροστά στο ξαφνικό, στο πάντα άδικο.

Συγκεντρωνόμαστε παίρνοντας πλοία, τρένα, αεροπλάνα διακοπών, γεμάτα τουρίστες και φωνακλάδικα παιδάκια. Στην παραλία ανάβουμε φωτιά να σπάσει αυτό το κρύο, πίσω μας το άδειο σπίτι του, μακριά η μουσική από το κλαμπ.

Δεν μιλάμε πολύ. Κανένας δικός του δεν τον ξενυχτά. Είμαστε εμείς, από όλα τα σημεία του κόσμου, που αφήσαμε τις δουλειές μας, τις διακοπές μας, τα ήρεμα σπίτια μας, την ψεύτικη επιτυχία μας, την καλοπέρασή μας, για να πούμε ένα άχαρο αντίο σε κάποιον που θα θυμάμαι πάντα δυνατό, χαρούμενο, με τόσο κέφι και ενεργητικότητα, με τόσο απόλυτα φιλοσοφημένο τρόπο ζωής.

Ο μόνος που τόλμησε να ξεχωρίσει το απαραίτητο από το περιττό.

Ο μόνος. Κι ας λένε οι άλλοι...

Στο νησί τον φωνάζανε «ξένο», εγώ τον έλεγα Λυκ. Υπήρξε δάσκαλος και φίλος. Υπήρξε ο μόνος που στα χρόνια της φαινομενικής μου ανόδου με προσγείωνε με μια βαρκάδα στη Τέλενδο.

Ο μόνος που με άφησε εντελώς ελεύθερο γιατί με αγαπούσε τόσο πολύ. Κι εγώ χαμπάρι...
Νύχτα παγωμένη, κλαίνε μερικοί, δεν έχω δάκρυα ακόμη, χαϊδεύω τη γούνα της Νομικής κι εκείνη γουργουρίζει ικανοποιημένη στη αγκαλιά μου. Φοβάται τη θάλασσα, φοβάται τη φωτιά, αλλά με αγαπάει και ξεπερνάει τους φόβους και τη νύστα της. Μένει μαζί μου ώς το πρωί…

Συνήθως στις ολονυκτίες κάποιοι ζητούν καφέ ή αλκοόλ για να αντέξουν.  
Τι παράξενη παρέα είμαστε! Όλοι μας κουρασμένοι. Όλοι ανέτοιμοι γι’ αυτό το ταξίδι, κι όμως δε θέλουμε τίποτε. Θυμόμαστε τα καλοκαίρια με τον Λυκ. Τα μαθήματα, τα αστεία μας, μιλάμε για τις εξορμήσεις στα βουνά. Για τα ατυχήματά μας ― πόσο μας είχαν τρομάξει. Πόσο αστεία μοιάζουν τώρα όλα αυτά! Τι μεταφυσική δύναμη έχει η μνήμη της παιδικής ηλικίας σε στιγμές αποχαιρετισμού... Μιλάμε, κι άλλοι βγάζουνε μαλλιά, άλλες γίνονται 18χρονα κορίτσια, ένα βράδυ θρήνου που μας ξανανιώνει. Το πρωί με τη Ζενεβιέβ κανονίζουμε τα διαδικαστικά. Είμαι ο μόνος με ελληνική ταυτότητα, αυτό κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Μια τελευταία ανάβαση. Μια τελευταία κατάδυση. Μια τελευταία χούφτα χώμα. Δεν έχω δάκρυα ακόμη.

Στον δρόμο για το Μαγγανάρι, ο αέρας φέρνει τα πολυπόθητα δάκρυα. Ένα ακόμη τέλος στη ζωή μου. Ένα ακόμη τέλος εποχής. Μια ακόμη απουσία. Στέλνω ένα μήνυμα. Χωρίς απάντηση. Ένας ξένος πάνω σε ένα πλοιάριο της γραμμής. Ένας ξένος με δάκρυα. Χωρίς παρελθόν και με το παρόν σε εκκρεμότητα. Ένας ξένος μαθημένος να ανεβαίνει σε λάθος τρένα. Αποφασίζω ότι δεν θα ξαναδώ τη Νομική. Ας μη με περιμένει κανένας. Αποφασίζω ότι ξένος είμαι. Ξένος πολύ κι εγώ. Πόσο μπορεί ένας ξένος να σου λείψει αληθινά...



Δεν υπάρχουν σχόλια: