3.2.18

Αλεξάνδρα Μπακονίκα: Ο κόσμος απροκάλυπτα



Μόλις κυκλοφόρησε, στις Εκδόσεις Εντευκτηρίου, το νέο βιβλίο ποίησης της Αλεξάνδρας Μπακονίκα Ο κόσμος απροκάλυπτα.

Τα ποιήματα της συλλογής αυτής έχουν ερωτικό αλλά και κοινωνικό περιεχόμενο, αντλώντας στοιχεία από βιώματα και εμπειρίες. Ο κυνισμός, η αλαζονεία, η μοναξιά, ο ναρκισσισμός, η βία ―αλλά δεν λείπουν και εκλάμψεις τρυφερότητας, ανθρωπιάς― προβάλλουν με άμεσο, λιτό, κυριολεκτικό λόγο. Το ερωτικό πάθος στις ποικίλες του εκφάνσεις συνθέτει ένα πυρετικό υπόστρωμα που φτάνει στα πιο ακραία συναισθήματα.

Ένα από τα ποιήματα του βιβλίου:


ΕΝ ΠΛΗΡΕΙ ΓΝΩΣΕΙ

Υμνώ τη χαρά,
― την υμνώ στο ακέραιο και εν πλήρει γνώσει.
Γιατί από τον ζόφο,
το κάτεργο της δυστυχίας έχω περάσει.
Τα πάνδεινα έπαθα.
Προστρέχω, υμνώ τη χαρά.




Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ., όμως δεν ολοκλήρωσε 
τις σπουδές της. Εργάστηκε ως καθηγήτρια αγγλικών. 
Πρώτη φορά δημοσιεύθηκαν ποιήματά της 
στο περιοδικό Διαγώνιος το 1983. 

Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές. 
Σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά έχει δημοσιεύσει κείμενα κριτικής. 
Ανθολογημένα ποιήματά της, μεταφρασμένα στα αγγλικά, 
εκδόθηκαν σε βιβλίο στο Νέο Δελχί της Ινδίας 
και στο Βανκούβερ του Καναδά. 
Επίσης, ποιήματά της μεταφράστηκαν στα γερμανικά, 
στα σουηδικά, στα κροατικά και στα αλβανικά.




Αλεξάνδρα Μπακονίκα
Ο κόσμος απροκάλυπτα
Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 2018
64 σελ., τιμή λιανικής 8,00 ευρώ (με ΦΠΑ)
ISBN 978-960-7568-54-0






27.1.18

Η Ζάννα του Ολοκαυτώματος



γράφει η Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, το γένος Σαδικάριο

Όταν ο πατέρας της τυφλώθηκε, μετά τον θάνατο του Ιζιντόρ, του μεγαλύτερου αδελφού της, η δευτερότοκη Ζάννα αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να δουλέψει. Η μητέρα δεν υπήρχε περίπτωση να βγει στη δουλειά. Δεν μιλούσε παρά μόνον τα σεφαραδίτικα, κι είχε να φροντίσει τα μικρότερα παιδιά και τους παππούδες, που έμεναν μαζί τους σ’ ένα διώροφο στην Πλάτωνος.

Η μεγάλη κόρη, άξια και έξυπνη, δεν άργησε να μάθει τη δουλειά στο λιθογραφείο του Κούτσαρη. Τα ελληνικά της άλλωστε ήταν πολύ καλά. Δύσκολα την ξεχώριζες από χριστιανή.
Οι δικοί της δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκοι. Απλώς, ως μεγαλύτεροι, ήταν περισσότερο ψυλλιασμένοι και βεβαίως απολύτως ανήσυχοι με φιλίες αλλόθρησκες, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαταράξουν την τάξη των πραγμάτων: έναν καλό γάμο, αυτονόητα με ομόθρησκο, επιστροφή στις δουλειές του σπιτιού, παιδιά, φροντίδα για τους παππούδες και τις γιαγιάδες, σεβασμό στην οικογένεια και στις παραδόσεις της.
Σ’ αυτά τα ζητήματα ο πατέρας ήταν άτεγκτος.
Και η ίδια δεν υπήρχε περίπτωση να φέρει σε δύσκολη θέση τους δικούς της, να ξεγραφτεί από την οικογένεια απλώς για να πάει με έναν χριστιανό. Ούτε καν με τον Ηρακλή, ένα όμορφο παλικάρι, μάστορα στο ίδιο λιθογραφείο, που αν τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μεσολαβούσε η κατοχή και τα στρατόπεδα, ούτε που θα της περνούσε από το μυαλό πως θα μπορούσε να κάνει οικογένεια μαζί του.

Στην προπολεμική Θεσσαλονίκη οι σχέσεις των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων της πόλης ήταν σε γενικές γραμμές ειρηνικές και παράλληλες. Oι κοινωνικές επαφές ―τουλάχιστον στην εργατική τάξη― σπάνια υπερέβαιναν τα όρια της οικονομικής συναλλαγής.

Τα πράγματα δεν φάνηκε να αλλάζουν για τους εβραίους της Θεσσαλονίκης, με την έναρξη του πολέμου. Ένα από τα ξαδέλφια της Ζάννας είχε πολεμήσει στο αλβανικό και είχε γυρίσει από το μέτωπο, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην πόλη. Δεν ήταν ο μόνος εβραίος Έλληνας πολίτης που μετείχε στον πόλεμο του ’40 ή, αμέσως αργότερα, στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών.
Υπολογίζεται ότι περί τους 13.000 Έλληνες Εβραίοι πολέμησαν στον ελληνικό στρατό.

Τον πρώτο χρόνο της γερμανικής κατοχής, από τον Απρίλιο του 1941, εβραίοι και χριστιανοί της Θεσσαλονίκης υπέφεραν το ίδιο, και η Ζάννα συχνά ταξίδευε στην ύπαιθρο για να βρει στάρι ή καλαμπόκι για τους δικούς της. Δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμη οι φήμες για διώξεις εβραίων και για στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Πολωνία. Πολύ λιγότερο για συστηματικό σχέδιο εξόντωσής τους.

Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν με τα δύο γκέτο στα ανατολικά και στα δυτικά της πόλης, με τους περιορισμούς στην είσοδο και την έξοδο απ’ αυτά, και με το κίτρινο άστρο στη μεριά της καρδιάς.
Οι περίπου 60.000 εβραίοι της Θεσσαλονίκης είχαν αποκτήσει πλέον διακριτικά.
Τα επόμενα ήταν απλώς θέμα χρόνου.






 Στις 11 Ιουλίου του 1942, η συγκέντρωση στην πλατεία Ελευθερίας 9.000 εβραίων κι ο έλεγχος στα αρχεία της Εβραϊκής Κοινότητας ήταν, όπως αποδείχτηκε λίγους μήνες αργότερα, η αρχή του τέλους. Με την πρόφαση της καταγραφής τους για καταναγκαστική εργασία στην κατασκευή δρόμων και γεφυρών, οι Γερμανοί τους ταπείνωσαν και τους προπηλάκισαν.



Το σημερινό πάρκινγκ αυτοκινήτων στην ίδια πλατεία ελάχιστα θυμίζει στους νεότερους ή στους επισκέπτες της πόλης τον τόπο του μαρτυρίου τους. Μόνον ένα γλυπτό, που φιλοτεχνήθηκε με δαπάνες της Ισραηλιτικής Κοινότητας, επιτράπηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης να στηθεί στην άκρη της, για να θυμίζει, σε όσους ήδη το γνωρίζουν (και να ενοχλεί τους σύγχρονους νοσταλγούς του ναζιστικού παρελθόντος), τη θέση απ’ όπου άρχισε για τους εβραίους της Θεσσαλονίκης ο διωγμός.

Στη Σαλονίκη, τη μητρόπολη των Βαλκανίων, τη δεύτερη Ιερουσαλήμ, τη μητέρα του Ισραήλ, έμπαινε σε εφαρμογή το σχέδιο της τελικής λύσης. Τα 2,5 δισεκατομμύρια δραχμές που συγκέντρωσε η Ισραηλιτική Κοινότητα για να εξαγοράσει τη ζωή τους, απλώς καθυστέρησαν κατά λίγους μήνες τη μαζική τους εκτόπιση.

Η προσπάθεια του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου να παρεμποδίσει τον εκτοπισμό όσων από τους εβραίους της πόλης είχαν εκχριστιανιστεί ή διέθεταν πλαστά πιστοποιητικά βάπτισης, και η επίσημη επιστολή διαμαρτυρίας που υπέγραψαν στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 1943 ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και 27 ηγετικά μέλη πολιτιστικών, ακαδημαϊκών και επαγγελματικών οργανώσεων, δεν ανέστειλαν τον εκτοπισμό των ελλήνων εβραίων.




Στις 19 Μαρτίου 1943 η Ζάννα είχε ήδη στοιβαχτεί στα κλειστά βαγόνια του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού, μαζί με την οικογένειά της, με τελικό προορισμό το Άουσβιτς -Μπιρκενάου.

Θα μπορούσε να μη φύγει.
Να κρυφτεί σε κάποιο φιλικό χριστιανικό σπίτι.
Ν’ ανέβει με τους αντάρτες στο βουνό.
Να είναι ανάμεσα στους 280 εβραίους της Θεσσαλονίκης που διέφυγαν στην ιταλοκρατούμενη Αθήνα, χάρη στις ενέργειες του Γκουέλφο Ζαμπόνι, του Ιταλού γενικού προξένου που τους εφοδίασε, εν γνώσει της ιταλικής κυβέρνησης, με πλαστά πιστοποιητικά ιθαγένειας, και να αποφύγει έτσι τα τρένα του θανάτου.
Εκείνη τα απέρριψε εξαρχής.
Ήταν δυνατό να αφήσει τους δικούς της;
Ποιος θα τους φρόντιζε στο ταξίδι;
Ποιος θα τους βοηθούσε στην μετεγκατάσταση;
Ποιος θα τους προστάτευε από το άγνωστο;

Μάλλον είχε κάνει λάθος.
Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για κείνους.
Ήταν όλα σχεδιασμένα από πριν. Ως παραγωγικές φάσεις μιας μεγάλης βιομηχανικής επιχείρησης.

Είναι αλήθεια πως κανείς από την οικογένειά της δεν πέθανε στη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού.
Κατάφεραν, μικροί και μεγάλοι, να επιβιώσουν κάτω από ασφυκτικές συνθήκες, στριμωγμένοι σαν ζώα, σε βαγόνια για ζώα, χωρίς παράθυρα, μέχρι τον τελικό προορισμό τους.



Στον σταθμό του Αουσβιτς έγινε η πρώτη διαλογή για τα κρεματόρια ή την καταναγκαστική εργασία. Η Ζάννα έμεινε μόνη, να κοιτάζει τους γονείς και τα μικρότερα αδέλφια της να απομακρύνονται. Τη Λιλή, τη σχεδόν συνομήλικη αδελφή της, να χάνεται στο πλήθος, σε άλλη ομάδα.

Σε λεπτομέρειες από τη ζωή της στα στρατόπεδα άργησε πολύ να αναφερθεί.
Κι όταν το έκανε, μίλησε γι’ αυτές αποστασιοποιημένα, σχεδόν ψυχρά, λες και δεν ήταν εκείνη που είχε βιώσει το απόλυτο απάνθρωπο.
Όταν τη ρωτούσαν τι είναι εκείνος ο αριθμός στο αριστερό της χέρι, έλεγε πως είναι ο αριθμός του τηλεφώνου της.
Τι να εξηγήσεις, για τέτοια πράγματα σε ανθρώπους που αγνοούν ό,τι έγινε;
Από πού να πρωτοαρχίσεις την αφήγηση;

Απέφευγε να ανακαλέσει στη μνήμη της, ίσως για να μην τις αναβιώσει, σκηνές οικείες πλέον σε όλους μας, χάρη σε πλήθος γραπτών και οπτικών ντοκουμέντων. Ιστορικών, δηλαδή, δεδομένων που δυστυχώς ακόμη και στις μέρες μας φαίνεται πως δεν είναι αρκετά για να αποτρέψουν απόπειρες να διαστρεβλωθεί η αλήθεια του ολοκαυτώματος, να μειωθεί το μέγεθος του εγκλήματος, ­να δικαιολογηθούν τερατικές επιλογές ρατσιστικής έμπνευσης, να δοθεί συγχωροχάρτι σε μια γενιά ανθρώπινων (;) όντων που υπερέβησαν τα όρια της ανθρώπινης φύσης τους, κάνοντας πράγματα που ξεπέρασαν στην εφαρμογή τους τις δυνατότητες ακόμη και της πιο νοσηρής φαντασίας.

Το καλοκαίρι του 1945 η Ζάννα ήταν ανάμεσα στους λιγοστούς εβραίους της Θεσσαλονίκης που επέστρεψαν από την κόλαση, για να βρουν τις περισσότερες από τις εξήντα συναγωγές τους κατεστραμμένες, τα σχολεία τους ερειπωμένα, τα σπίτια τους άδεια ή υπό κατάληψη.. Αρκετοί ανάμεσά τους μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσοι απέμειναν βάλθηκαν να ξαναφτιάξουν, όπως όπως, τη ζωή τους, οι περισσότεροι εντός, αλλά και αρκετοί εκτός της εβραϊκής κοινότητας.



Για τη Ζάννα, που αποφάσισε να ζήσει με τον Ηρακλή, ίσως δεν ήταν μόνον η προπολεμική ανάμνηση. Εκείνος την περίμενε, και ομολογουμένως τής στάθηκε με τον έρωτά του σ’ εκείνη τη δύσκολη επιστροφή της στη νέα πραγματικότητα. Γι’ αυτό δέχτηκε να μείνει μαζί του, να φτιάξει μαζί του με τιμή και δόξα καινούργια οικογένεια, θυσιάζοντας στη νομιμότητα το θρησκευτικό και πολιτιστικό παρελθόν της. Εκείνο δηλαδή το κομμάτι της ζωής της για το οποίο είχε βασανιστεί στα στρατόπεδα του θανάτου.

Η επιλογή είχε τις επιπτώσεις της.
Καταρχήν τον εσωτερικό διχασμό της.
Ήταν εβραία ή χριστιανή;

Το ερώτημα δεν αφορούσε την ίδια.
Εκείνη είχε αφήσει τέτοιου είδους μεταφυσικές πολυτέλειες έξω από τους θαλάμους των αερίων.
Το ερώτημα αφορούσε τους άλλους.
Οι χριστιανοί δεν θεωρούσαν πως είχε πειστικά μεταστραφεί. Ίσως επειδή κάθε Μεγάλη Πέμπτη, αυτή ―η απόγονη του Ιούδα― ετοίμαζε κλαίγοντας τα αυγά και τα τσουρέκια, την ίδια ημέρα που οι πρώην ομόφυλοί της σταύρωναν τον Χριστό.
Οι εβραίοι πίστευαν το αντίθετο. Η εκχριστιανισθείσα δεν είχε λόγους να τριγυρνά γύρω τους, να επιζητά το Πουρίμ, να μετέχει στο σέντερ του Πέσσαχ, να πηγαίνει στη λέσχη τους, να μιλάει τα σεφαραδίτικα.
Δεν της το έδειχναν πάντα έμπρακτα. Η ίδια όμως το ένιωθε.
Άλλωστε, υπήρχαν και οι λιγοστές αλλά πολύτιμες εξαιρέσεις που γέμιζαν το κενό της.

Αναρωτιέμαι συχνά πώς άντεξε, ανάμεσα σ’ αυτές τις Συμπληγάδες, για περισσότερο από 65 χρόνια, αλλά χαίρομαι που κατάφερε να επιβιώσει, αναπτύσσοντας μια στάση ζωής που δεν αρνείται τις ρίζες της, αλλά αναγνωρίζει την υπέρβαση ως μοναδικό εργαλείο για την ειρηνική κι απροκατάληπτη συνύπαρξη.
Τέτοια σαν εκείνη που ίσως είχαν γευτεί, με όλες τις αντιθέσεις τους, οι κάτοικοι αυτής της πόλης προπολεμικά, με τη ρεμπέτισσα Ρόζα Εσκενάζυ, τον σοσιαλιστή Αβραάμ Μπεναρόγια, τον συνταγματάρχη Μορδοχάι Φριζή, που σκοτώθηκε στο Καλπάκι, τον λοχαγό του ελληνικού στρατού Αλβέρτο Ερρέρα, που επικεφαλής 300 ελληνοεβραίων κρατουμένων στο Μπίρκεναου αφόπλισε τους Γερμανούς φρουρούς κι ανατίναξε το κρεματόριο, για να εκτελεστεί τραγουδώντας τον ελληνικό ύμνο, τον αντιδήμαρχο Αλβέρτο Αρδίττη, εκδότη του σοσιαλιστικού περιοδικού Αβάντι, που εξοντώθηκε με την οικογένειά του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, τους εβραίους Θεσσαλονικείς βουλευτές Δανιήλ Αλαλούφ, Αλβέρτο Κουριέλ, Ιωσήφ Μαλλάχ, Μεντές Μπεσαντζή και Ιωσήφ Νεχαμά.

Ή τους μεταπολεμικούς Μωύς Σαλτιέλ, Μπαρούχ Σιμπή, Αλμπέρτο Ναρ, και τη συμβολή τους στην καλλιτεχνική και πολιτιστική ζωή της πόλης.

Προσβλέπω σε μια δικαίωση όσων Θεσσαλονικιών εβραίων χάθηκαν στα στρατόπεδα, με τους απογόνους τους να μετέχουν και πάλι ενεργά στην πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ανάκαμψη αυτής της πόλης, αψηφώντας προκαταλήψεις, ανατρέποντας τερατικές αναβιώσεις και υπερβαίνοντας φόβους που κατάφερε να ξεπεράσει η Ζάννα του Ολοκαυτώματος και η ταλαιπωρημένη γενιά της.
















18.1.18

Σύγχρονοι αρχαίοι



του Γκασμέντ Καπλάνι

πηγή: Facebook

Φέτος στην Αμερική διδάσκω ένα μάθημα με τίτλο "σύγχρονοι αρχαίοι" - ελληνική αρχαία λογοτεχνία (έπος και τραγωδία) και πως την προσεγγίζουν σύγχρονοι καλλιτένχες, απο την λογοτεχνία εώς την όπερα.
Διηγήθηκα στους φοιτητές μου την ιστορία του Γκιών Σλάκου (Gjon Shllaku), ενός καθολικού Αλβανού απο την πόλη Σκόδρα (Shkodra - Βόρεια Αλβανία) που πέρασε όλη την ζωή του σε κομμουνιστικές φυλακές και στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας.
Ο Σλάκου, ένας πολύγλωσσος και πολυμαθής άνθρωπος που θύμιζε τον άνθρωπο της Αναγέννησης, έμαθε αρχαία ελληνικά στην φυλακή. Εκεί άρχισε να μεταφράσει τον Όμηρο. Ολοκλήρωσε τη μετάφραση στα αλβανικά της Ιλιάδας στα στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας (κοντά στη γενέθλια πόλη μου).
Μια υπέροχη μετάφραση.
Μετέφρασε στα αλβανικά τις τραγωδίες του Σοφοκλή.
(Μετέφρασε επίσης στα αλβανικά τον Λουκρήτιο και τον Βιργίλιο, τη Βίβλο, όπως και σπουδαία έργα Γάλλων και Ισπανών λογοτεχνών).
Για τη μετάφραση των τραγωδιών του Σοφοκλή πληρώθηκε τόσο όσο να μπορέσει να αγοράσει ένα καινούργιο κοστούμι και ένα κινέζικο ποδήλατο (το οποίο του το έκλεψαν μετά απο λίγες εβδομάδες).
Όταν πέθανε, το 2003, παμφτωχος, φορούσε το ίδιο κοστούμι...
------
Στο καινούργιο μυθιστόρημά μου - που ελπίζω να κυκλοφορήσει και στην Ελλάδα φέτος - είναι ένας απο τους "αφανείς" πρωταγωνιστές. Καταδικασμένος να σκουπίζει τους δρόμους μιας φαντασιακής βαλκανικής πόλης, οι κάτοικοι της οποίας τον φωνάζουν Πύργο της Βαβέλ...

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι γεννήθηκε το 1967 στην πόλη Λούσνια της Αλβανίας. Τον Ιανουάριο του 1991 πέρασε τα σύνορα με την Ελλάδα περπατώντας μαζί με ένα καραβάνι ανθρώπων. Στην Ελλάδα έκανε όλα τα είδη των δουλειών που κάνει ο κάθε μετανάστης για να επιβιώσει: οικοδόμος, λαντζιέρης, περιπτεράς. Ταυτόχρονα, φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι διδάκτορας Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από το 2001 είναι τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας "Τα Νέα", όπου διατηρεί εβδομαδιαία στήλη. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί μέχρι τώρα, στα αγγλικά, τα πολωνικά, τα δανέζικα και τα γαλλικά. Δουλεύει πολύ και ταξιδεύει συχνά. Επί του παρόντος ζει στη Βοστόνη, έπειτα από υποτροφία που του απονεμήθηκε από το Radcliffe Institute for Advances Study του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.

16.1.18

Μια εξομολόγηση… στο «Εντευκτήριο»




της Κυριακής Μπεϊόγλου

πηγή: https://www.efsyn.gr

«Μάθε λοιπόν, διαβάζοντας αυτές τις σελίδες, μέσα σε κάποιες δυσκολίες παλέψανε οι προηγούμενες γενιές. Κρίνε σύμφωνα με το πείσμα των αντιπάλων μας, στο παρελθόν, αν δεν διακινδυνεύουμε να γίνουμε και πάλι κάποια μέρα αντικείμενα εξευτελισμών, κακοποιήσεων ή διωγμών. Πες μου, προπάντων, ότι ο έρωτάς μας δεν έχει χάσει την έντασή του… Εχουμε ξεπεράσει τόσα εμπόδια, ώστε δεν πρόκειται να αφήσουμε να μας φθείρει ο χρόνος» («Το ροζ αστέρι», Εξάντας, 1989).
Διαβάζω -στο τριαντάχρονο φέτος- λογοτεχνικό περιοδικό «Εντευκτήριο» αυτό το μικρό απόσπασμα από το βιβλίο «Το ροζ αστέρι» του Ντομινίκ Φερνάντεζ, ανάμεσα σε μια εξομολόγηση-ποταμό που έκανε στον Φίλιππο Δ. Δρακονταειδή όταν τον συνάντησε στο τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα.
Και στάθηκα εκεί -παρ'όλο που η όπως πάντα πλούσια και ποιοτική ύλη του «Εντευκτηρίου» θα μπορούσε να ανατροφοδοτήσει πολλά κείμενα- γιατί ο αληθινός λόγος του πεζογράφου, δοκιμιογράφου και αρθρογράφου Ντομινίκ Φερνάντεζ είναι καθηλωτικός.
Μιλώντας για την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία αναφέρει το πώς ο Μάης του ’68 -συμπληρώνονται φέτος πενήντα χρόνια από τότε- βοήθησε στη ρήξη με τα ήθη του παρελθόντος, δείχνοντας τον δρόμο για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του ατόμου. Λέει ο Φερνάντεζ: «Θυμηθείτε τον Μάη του ’68, θυμηθείτε τι λεγόταν, τι βιβλία κυκλοφόρησαν…
Ως τότε, ήμουν σε ένα είδος καταστολής, άρχισα να ζω με καθυστέρηση. Και έσπευσα να υποστηρίξω τέτοιες επιλογές, μια στράτευση θα λέγαμε. Υποστήριξα τον “γάμο για όλους”, βγήκα στον δρόμο, σε διαδηλώσεις, έγραψα άρθρα στις εφημερίδες. Και όλα αυτά στο όνομα της δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων.
Οταν το 1974 τιμήθηκα με το βραβείο Μεντίσις, ανέλαβα να μιλώ για εκείνους που δεν μιλούσαν, που δεν είχαν τέτοια προοπτική, καταδικασμένοι στην ντροπή, σε μια ζωή ταπείνωσης και εξευτελισμού. Τότε έγραψα “Το ροζ αστέρι”, φωνή για τους στερημένους φωνής»… Στο «Εντευκτήριο» θα διαβάσετε τη συνέχεια…
Ο Μάης του ’68 έβαλε θεμέλια στο «όνειρο» πολλών καταπιεσμένων ανθρώπων που ανέπνευσαν πιο ελεύθερα στους δρόμους. Πενήντα χρόνια μετά, η Ευρώπη φαίνεται να συστρέφεται στον εαυτό της. Δίνονται ακόμα μάχες για την ισότητα, για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, για την αντιμετώπιση φασιστικών και ρατσιστικών κινημάτων.
Τα τείχη υψώνονται στα σύνορα, οι πρόσφυγες περιμένουν πίσω από ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Απέτυχε το κίνημα των νέων του ’68; Μήπως περιμέναμε πολλά; Θυμάμαι πάλι αυτό το μικρό ποιηματάκι του Μάνου Χατζιδάκι και όλα βρίσκουν το νόημά τους:
Οι Γάλλοι νέοι που επαναστατούν, Στους δρόμους, Στα δημόσια πάρκα, Και στις ιστορικές πλατείες, Δεν κάμουν ιστορία. Τραγουδούν, Καθώς παλιά οι Προχριστιανοί, Τη γέννηση ενός κόσμου που θα ’ρθει, Για να ξεπλύνει τούτη τη γη, από χιλιάδων χρόνων, Σκόνη, Μίσος και Μωρία. Οι Γάλλοι νέοι δεν επαναστατούν, εγκαινιάζουνε απλώς μια εντελώς καινούργια ιστορία…
Πενήντα χρόνια μετά, το 2018 τα αιτήματά τους επανέρχονται, κερδίσαμε πολλά, διανύσαμε μια μεγάλη απόσταση, αλλά φαίνεται πως είναι μακρύς ο δρόμος…

7.1.18

Ο Αχιλλέας στα χαρακώματα


Φωτογραφία: Χριστόδουλος Παναγιώτου

της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
πηγή: Facebook

Τη λεπτομέρεια από τον γλυπτό διάκοσμο της ρωμαϊκής σαρκοφάγου από τη νεκρόπολη της Τύρου με τον θρύλο του Αχιλλέα την έχω αλιεύσει από το Instagram πάνω από έναν χρόνο τώρα, όταν, στα εγκαίνια του νέου αρχαιολογικού μουσείου του Λιβάνου στη Βηρυτό, γέμισε το διαδίκτυο με φωτογραφίες από πολλές ελληνορωμαϊκές ομορφιές, σαν κι αυτή.
Με καθήλωσε η τρυφερότητα του στιγμιότυπου αλλά και η σπανιότητά του. Στα ταφικά μνημεία η αποχαιρετιστήρια χειρονομία μεταξύ νεκρού και ζωντανών είναι η λεγόμενη "δεξίωσις", δηλαδή η χειραψία. Ένα αντρικό πόδι που αγγίζει με τα δάχτυλα το πόδι ενός άλλου άντρα είναι σπάνια σκηνή.
Λίγο πριν από τον θάνατο ή μήπως λίγο μετά;
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να προσλάβεις τη σκηνή.
Εάν είσαι ερωτευμένος, βλέπεις την κίνηση του ενός ποδιού ως πράξη ερωτικής οικειότητας μ' ένα σεξουαλικό συμφραζόμενο. Εάν είσαι θλιμμένος, βλέπεις έναν αποχαιρετισμό, ενώ
εάν έχεις κέφια, αναγνωρίζεις τα πειράγματα των αγοριών κάτω από το τραπέζι, έτσι όπως τσιμπιούνται και κλωτσιούνται στα κρυφά για να μην τα δουν οι μεγάλοι.
Φίλοι οι εραστές;
Όποιος αναζητήσει το όνομα Αχιλλέας σε μια βάση δεδομένων όπως το πρόγραμμα «Περσέας» διαπιστώνει πως ο Όμηρος αναφέρει τον Αχιλλέα περί τις 400 φορές. Η λέξη Αχιλλέας είναι όνομα ουσιαστικό. Το εντυπωσιακό είναι ότι τα επίθετα που συνοδεύουν κάθε αναφορά στο όνομά του είναι πολλαπλάσια και ποτέ τα ίδια. Ο Αχιλλέας περιγράφεται από τον Όμηρο με τόσα πολλά και διαφορετικά επίθετα, ώστε εύκολα καταλαβαίνουμε πως για τον ποιητή δεν ήταν ένα πρόσωπο, ένας ρόλος αλλά μία ιδιότητα.
Ο Αχιλλέας είναι ένα σύμβολο της παθιασμένης νιότης που προτιμά τον ένδοξο θάνατο 1.000 φορές από τη βαρετή ζωή, γι' αυτό και ορμάει με κάθε ευκαιρία στη μάχη. Το λέει και ο ίδιος τουλάχιστον τρεις φορές στην Ιλιάδα και μία στην Οδυσσεια (στη Νέκυια).
Η Ιλιάδα είναι μία ιστορία που διαδραματίζεται τον 10ο χρόνο της πολιορκίας της Τροίας και αφορά τον καυγά του Αγαμέμνονα με τον Αχιλλέα για μια φανταιζί γκόμενα. Στο έργο, τόσο ο Αχιλλέας όσο και ο Πάτροκλος συνευρίσκονται αποκλειστικά με γυναίκες, τόσο λαμπερές και αντάξιές τους, που ο Όμηρος δεν παραλείπει ποτέ να τις κατονομάζει. Οι ομόκλινες των δύο αυτών ηρώων είναι πάντα λαμπερές και επώνυμες.
Η φιλία του Αχιλλέα με τον Πάτροκλο είναι μοναδική για τα ανθρώπινα. Ένα κράμα θαυμασμού, αγάπης και αιώνιας αφοσίωσης. Πόσο τσουρούτικο να θες να την περιορίσεις στο επίπεδο της σεξουαλικής ταυτότητας αλλά και πόσο στενή η αντίληψη του Αχιλλέα ως του Έλληνα στρέιτ παλικαρά;
Ο λόγος που η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αφορούν τόσο κόσμο σε ολόκληρο τον πλανήτη χιλιάδες χρόνια μετά τη συγκρότηση των επών αυτών σε σώμα από τους ευφυείς συγγραφείς τους είναι γιατί στο έργο οι επιθετικοί προσδιορισμοί υπερισχύουν συντριπτικά των ουσιαστικών. Στην πραγματικότητα, το ουσιαστικό όνομα στα ομηρικά έπη είναι μόνον ένα: άνθρωπος κατι που αφήνει χώρο σε ολους μας να ταυτιζόμαστε με τους ήρωες.
Με στεναχώρησε πολύ η συζήτηση. Ακούστηκαν και από τις δύο πλευρές θηριώδεις βλακείες βγαλμένες από φανατισμό και πηχτή άγνοια. Κρίμα.


ΥΓ.
Ο Μαρωνίτης έχει γράψει εκτενώς για τη σχέση Πατρόκλου -Αχιλλέα. Αυτος παρατηρεί οτι στο έπος διαλέγονται μόλις δύο φορες. Για όσο διάστημα κρατάει η μήνις του Αχιλλέα, ο Πάτροκλος μενει σιωπηλός. Σπάει τη σιωπή του όταν τον επισκέπτεται στη σκηνή στο Ρ, για να του μεταφέρει την ιδέα του Νέστορος: να του δανείσει τα όπλα του για να τρομάξει απλώς τους Τρωες.
Ο δεύτερος διάλογος ειναι βέβαια ο συγκλονιστικός, αυτός για τον οποίο ο Σίλερ έχει πει ότι αν στη ζωη σου διαβάσεις μόνον αυτό, ας είσαι και ικανοποιημένος που το αξιώθηκες. 
Στον δεύτερο διάλογο, στο Ψ, ο Πάτροκλος επισκέπτεται τον Αχιλλέα ως φάντασμα, αφού εχει πεθάνει, και του ζητάει να τον θάψει, να μην τον κρατήσει άλλο ως πτώμα, για να πάρει η ψυχή του τον δρόμο για τον Άδη. Θρηνούν για το γεγονός οτι δεν μπορεί ο ένας να πιάσει το χέρι του άλλου και ο Πάτροκλος βάζει τον Αχιλλέα να ορκιστεί ότι θα φροντίσει ώστε, όταν πεθάνει κι εκείνος, οι στάχτες τους να ανακατευτούν για να φυλαχτούν στο ίδιο αγγείο.
Και εκεί ο Μαρωνίτης μας ζητάει να μην μπερδευτούμε: η περιπάθεια του διαλόγου των ηρώων πηγάζει μόνον από το πένθος. Το πένθος για τη θνητότητα, ο χωρισμός που επιφέρει ο θανατος, ειναι που μετατρέπει παντα την εμπάθεια/συμπάθεια σε περιπαθεια.

28.12.17

Ήδη έξι χρόνια χωρίς τον Αργύρη Χιόνη



Πέρασαν κιόλας έξι χρόνια! Ο χρόνος κυλάει αμείλικτος.

Το 2011, σαν σήμερα, έγραφα αυτό:


Αργύρης Χιόνης (1943-2011)

Φεύγοντας το ξορκισμένο 2011 παίρνει μαζί του, μεταξύ άλλων, τον λαμπρό ποιητή και μεταφραστή Αργύρη Χιόνη, που πέθανε αιφνίδια χτες.

Γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. Έζησε είκοσι χρόνια σε πόλεις της βόρειας Ευρώπης (Άμστερνταμ, Βρυξέλλες), δουλεύοντας την περίοδο 1982-1992 ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέχρι που τα εγκατέλειψε όλα για χάρη της ποίησης και της γεωργίας και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί Κορινθίας.

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1966, με την ποιητική συλλογή Απόπειρες φωτός (εκδ. Δωδεκάτη Ώρα). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: Σχήματα απουσίας (Αρίων, 1973, αγγλική και ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. Tor/Amsterdam, 1971), Μεταμορφώσεις (Μπουκουμάνης, 1974, ολλανδική μετάφραση από τις εκδ. De Beuk/Amsterdam, 1976, μαζί με ποιήματα από τη συλλογή Τύποι ήλων), Τύποι ήλων (Εγνατία-Τραμ, 1978), Λεκτικά τοπία (Καστανιώτης, 1983), Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (Υάκινθος, 1986), Εσωτικά τοπία (Νεφέλη, 1991, 1η ανατύπωση 1999), Ο ακίνητος δρομέας (Νεφέλη, 1996, 1η ανατύπωση 2000), Ιδεογράμματα (Τα τραμάκια, 1997), Τότε που η σιωπή τραγούδησε (Νεφέλη, 2000), Στο υπόγειο (Νεφέλη, 2004), Ό,τι περιγράφω με περιγράφει (Γαβριηλίδης, 2010). 

Το 2006 κυκλοφόρησε η συγκεντρωτική έκδοση των δέκα πρώτων ποιητικών του συλλογών, με τίτλο Η φωνή της σιωπής: ποιήματα 1966-2000 (Νεφέλη). Μετά το 1981 ασχολήθηκε παράλληλα, με την πεζογραφία, με αφηγήματα για μεγάλους, παιδιά και νέους, όπως Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα (Αιγόκερως, 1981), Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς (Πατάκης, 1995), Τρία μαγικά παραμύθια (Πατάκης, 1998), Όντα και μη όντα (Γαβριηλίδης, 2006), Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες (Κίχλη, 2008, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009, εξ ημισείας με τον Τόλη Νικηφόρου), 

Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, μεταφράζοντας έργα των Οκτάβιο Πας (Ποιήματα, 1981), Ράσελ Έντσον (Όταν το ταβάνι κλαίει, 1986), Τζέιν Όστεν (Περηφάνια και προκατάληψη, 1997), Ρομπέρτο Γιάρος (Κατακόρυφη ποίηση, 1997) και Ανρί Μισώ (Με το αγκίστρι στην καρδιά: Μια επιλογή από το έργο του, 2003).




Υ.Γ. (2017)

Στο τεύχος αριθ. 97 [2012] του Εντευκτηρίου δημοσιεύτηκαν οι «Σελίδες για τον Αργύρη Χιόνη», με ανέκδοτα κείμενά του και συνεργασίες της Ζυράννας Ζατέλη, του Δημήτρη Νόλλα, των Γιαν Χένρικ Σβαν & Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, του Αλέξη Ζήρα, της Ντάντης Σιδέρη-Σπεκ, του Σταύρου Ζαφειρίου, της Μαρίας Στασινοπούλου, του Σωτήρη Γάκου.

Το τεύχος αποστέλλεται με αντικαταβολή 12,00 ευρώ (περιλαμβάνονται και έξοδα αποστολής). Πληροφορίες & παραγγελίες: entefkti@otenet.gr, τηλ. 2310279607]

Στο βίντεο ο Αργύρης Χιόνης (1943-2011) απαγγέλει τα ποιήματα που απαρτίζουν την ενότητα «Οι Εκδοχές του Τέλους» από το (τελευταίο) βιβλίο του με τίτλο Ό,τι περιγράφω με περιγράφει (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2010).

25.12.17

Μίλτος Σαχτούρης: Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών



Μέσα στη διατεταγμένη ευωχία των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ημερών που εντέλλονται να είναι ―καταναγκαστικώς― χαρούμενες, ένα "γκρίζο", σπαρακτικό ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη: «Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών».

Το ποίημα περιλαμβάνεται (μαζί με άλλα 16) στο cd «Ο Μίλτος Σαχτούρης διαβάζει ποιήματά του», που συνοδεύει το τεύχος 84 [2009] του Εντευκτηρίου, στο οποίο δημοσιεύεται πολυσέλιδο αφιέρωμα στον ποιητή, με τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα του Μ.Σ. και κείμενα 
― του Αργύρη Παλούκα 
― της Βερονίκης Δαλακούρα
― του Θέμη Λιβεριάδη
― του Γιώργου Στενού
― του Τζων Τέυλορ
― του Γιώργου Πρεβεδουράκη
― του Ανδρέα Παγουλάτου
―του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
― του Βασίλη Αμανατίδη
― του Θανάση Τριαρίδη
―του Γιώργου Ζεβελάκη
― του Λευτέρη Ξανθόπουλου
― του Θανάση Γ. Μίχου
―του Γιάννη Παλαμιώτη
― του Πάνου Θεοδωρίδη
― του Νίκου Γ. Ξυδάκη
― του Δημήτρη Στενού, 
με τις πρώτες κριτικές για την ποίηση του Μ.Σ., 
καθώς και δύο συνεντεύξεις του στους Γιάννη Φλέσσα και Γιώργο Πηλιχό.

Το τεύχος αποστέλλεται (μέσα στην Ελλάδα) με αντικαταβολή 14,00 ευρώ, περιλαμβανομένων και εξόδων αποστολής. 
Πληροφορίες & παραγγελίες: entefkti@otenet.gr


17.12.17

Μαργκερίτ Γιουρσενάρ: 8.6.1903 - 17.12.1987




γράφει ο Γιώργος Κορδομενίδης

Η αιωνιότητα αντί του θανάτου

Όταν στις 17 Δεκεμβρίου του 1987 η Mαργκερίτ Γιουρσενάρ άφησε τον κόσμο μας, ορισμένοι Γάλλοι πανεπιστημιακοί και στελέχη εκδοτικών οίκων προέβλεψαν ότι σύντομα η πρώτη γυναίκα-μέλος της Γαλλικής Aκαδημίας θα συγκαταλεγόταν μεταξύ των “ξεχασμένων” συγγραφέων.
Τριάντα χρόνια αργότερα, η κυκλοφοριακή επιτυχία του πρώτου βιβλίου που εκδόθηκε μετά το θάνατό της, «Tι; H αιωνιότητα;», τα συνέδρια στις γαλλόφωνες χώρες και τα συχνά δημοσιεύματα για την προσωπικότητα και το έργο της Γιουρσενάρ κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν αυτή τη μικρόψυχη πρόβλεψη.
Η Μαργκερίτ ντε Κρεγιανκούρ (όπως ήταν το πραγματικό και πλήρες όνομά της) γεννήθηκε στις 8.6.1903, από τον Γάλλο αξιωματικό Μισέλ Κληνεβέρκ ντε Κρεγιανκούρ και τη Βελγίδα Φερνάντ ντε Καρτιέ, η οποία όμως πέθανε μόλις δέκα μέρες μετά τη γέννα. H Γιουρσενάρ είχε τη σπάνια τύχη να μεγαλώσει σε περιβάλλον αριστοκρατικό, δηλαδή να ανα­τραφεί σε ατμόσφαιρα εύπορη και πνευματική. Aυτό την προστάτεψε από τις ταπεινωτι­κές συμβάσεις της λογοτεχνικής αγοράς, της επέτρεψε να απολαύσει την πολυτέλεια της απλής, φυσικής ζωής και να βασιστεί στη σύμπτωση και στο απρόβλεπτο. Kυρίως όμως της πρόσφερε πλατιά και πλήρη παιδεία, στην οποία ξεχωριστή θέση κατείχαν ο βουδισμός, οι Eλληνες και Λατίνοι κλασικοί. Aυτός ο συνδυασμός “γεμάτης” ζωής και δυνατού πνεύματος δημιούργησε μια ποιητική φωνή που ο φιλοσοφικός της τόνος δεν τη βαραίνει καθόλου.

H Γιουρσενάρ μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1976, με τα Aδριανού απομνημονεύματα, που παραμένει το πιο γνωστό της έργο και πωλήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. H ίδια αγαπούσε πολύ την Eλλάδα και τον πολιτισμό της, μάλιστα επισκεπτόταν τη χώρα μας ήδη από τη δεκαετία του '30. Λίγα χρόνια νωρίτερα (1929), είχε δημοσιεύσει το δεύτερό της βιβλίο (το πρώτο της όμως με το ψευδώνυμο Γιουρσενάρ), το αφήγημα Aλέξης. Tο 1934, ταξιδεύοντας στην Eλλάδα, γράφει μικρά δοκίμια που θα συγκεντρωθούν στον τόμο Tαξίδι στην Eλλάδα. Tο 1935 πηγαίνει στην Kωνσταντινούπολη μαζί με τον Aνδρέα Eμπειρίκο, στον οποίο αφιερώνει τα Διηγήματα της Aνατολής (1938), ενώ τον επό­μενο χρόνο καταπιάνεται με τη μετάφραση ποιημάτων του Kαβάφη (σε συνεργασία με τον K. Θ. Δημαρά). Tο 1942 θα φύγει για την Aμερική, όπου θα εγκατασταθεί μονίμως στο Nησί των Eρημων Bουνών, στην πολιτεία του Mέιν, απέναντι από τα καναδικά σύνορα. Θα ζήσει εκεί σε ένα παλιό ξύλινο σπίτι (το περίφημο Πετίτ Πλεζάνς), ανάμεσα σε πεύκα και σφένδαμους, για μεγάλο διάστημα με την επί 40 χρόνια φίλη και σύντροφό της Γκρέις Φρηκ, κατόπιν για 7 χρόνια με τον τελευταίο από τους συντρόφους της Τζέρυ Ουίλσον και τέλος μόνη. Παράλληλα, ταξίδεψε πολύ σε διάφορες χώρες. Oταν ο κόσμος άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ομοιόμορφος, όπως έλεγε, άρχισε να προτιμά τη σουηδική και τη νορ­βηγικη Λαπωνία, την Kεντρική Aφρική, δύσβατες περιοχές της Mέσης Aνατολής, χωριά της Aλάσκας που δεν είχαν καν χαρτογραφηθεί.
Tο βιβλίο της Aδριανού απομνημονεύματα δημοσιεύεται μόλις το 1951, γνωρίζει τεράστια επιτυχία και της χαρίζει παγκόσμια φήμη.  Η ίδια συνεχίζει τα ταξίδια της, βραβεύεται και γράφει τις οικογενειακές της αναμνήσεις υπό τον τίτλο O λαβύρινθος του κόσμου (τρεις τόμοι). Tο 1979 δημοσιεύονται οι μετα­φράσεις της αρχαίων Eλλήνων ποιητών, υπό τον τίτλο Στεφάνι από λύρα.


Με τη σύντροφό της, Γκρέις Φρηκ

Στο τελευταίο της βιβλίο, H φωνή των πραγμάτων, η Γιουρσενάρ αφουγκραζόταν τον θόρυβο που κάνει ο θάνατος όταν έρχεται. Mάλλον στοχαζόταν τη φράση του Kοκτώ, «O χρόνος των ανθρώπων είναι η αναδιπλούμενη αιωνιότητα». H αιωνιότητα ήταν η δική της απάντηση  στην ερώτηση μιας ζωής και ταυτόχρονα είναι ο τίτλος που επέλεξε να δώσει στο τρίτο μέρος (Tι; H αιωνιότητα;) της οικογενειακής της βιογραφικής τριλογίας O λαβύρινθος του κόσμου», που το 1997 κυκλοφόρησε και στα ελληνικά, σε μετάφραση Iωάννας Xατζηνικολή.



Πορεία αντίστροφη στο χρόνο
Στον πρώτο τόμο, Eυλαβικές αναμνήσεις, που της έφερε πρωτοφανή δημοσιότητα και προκάλεσε ευρύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον για το έργο της σε όλο τον γαλλόφωνο κόσμο, η Γιουρσενάρ ξεκινάει την αφήγηση από τη γέννησή της και, προχωρώντας αντίστροφα στο χρόνο, σκιαγραφεί τη μητέρα της και τους Φλαμανδούς προγόνους της.
Tο δεύτερο μέρος, Tα αρχεία του Bορρά, εξίσου αυτοβιογραφικά, ασχολούνται με την εμφάνιση και την πορεία της οικογένειας των Kραγιανκούρ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του πατέρα της. Eδώ η Γιουρσενάρ, ξεκινώντας από μία γεωλογική και γεωγραφική ανασκόπηση, τοποθετεί τις εκτάσεις της γης, τους αμμόλοφους και τα δάση που ήταν ακόμη απάτητα από ανθρώπους και που μια μέρα θα γίνονταν η γαλλική Φλάνδρα, το λίκνο των προγόνων της από την πλευρά του πατέρα της. Kατόπιν, στηριγμένη στην πολυπλοκότητα των ιστορικών αρχείων (ταξιδιωτικές σημειώσεις και επίσημα έγγραφα), τοποθετεί τους χώρους όπου πρωτοεμφανίζεται η πατρική οικογένεια στις αρχές του 16ου αιώνα.

Tο τρίτο μέρος της τριλογίας, Τι; H αιωνιότητα;, φέρνει στο προσκήνιο τις ημερομηνίες του γένους της συγγραφέα. «Δεν μπορεί να διαβάσει κανείς αυτό το ημιτελές κείμενο χωρίς να σκεφτεί ότι η Γιουρσενάρ έπλεκε με αυτόν τον τρόπο τα νήματα του θανάτου της», έγραψε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου μια γαλλική εφημερίδα. Eίναι ένα ύστατο κάλεσμα αυτών που έχουν χαθεί και μια επανεξέταση της παιδικής της ηλικίας, που ρίχνουν ένα είδος γέφυρας ανάμεσα στη λήθη και στις αναμνήσεις της χαμένης αθωότητας.
Kεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο είναι ο άνθρωπος που αγάπησε πολύ στη ζωή της: ο πατέρας της, Mισέλ Pενέ ντε Kραγιανκούρ. Ένας γοητευτικός άντρας που κρατά το χέρι ενός ορφανού κοριτσιού μόλις δύο μηνών. H μικρή Mαργαρίτα αρχίζει να γίνεται σιγά σιγά αντιληπτή μέσα στην αφήγηση, αλλά το επίκεντρο παραμένει ο πατέρας. O πατέρας της μαζί με τη μητέρα του (την “αριστοκράτισσα” Mαντάμ Nοεμί), τους έρωτές του, τις σιωπηλές γενναιοδωρίες του, τις φιλίες και τις λεπτότητές του, την ακούραση και νοήμονα φροντίδα του ― όλα περνούν μέσα από το φίλτρο μιας βαθιάς αγάπης.



Γέφυρα μεταξύ λήθης και αναμνήσεων
H αφήγηση αρχίζει το 1903, χρονιά που γεννήθηκε η Γιουρσενάρ, και κλείνει με το τέλος του πολέμου, το 1914. Σε όλο το άλλο έργο της Γιουρσενάρ, πέρα από μερικές λογοτεχνικές μεταφορές, ο αναγνώστης ελάχιστα πράγματα μπορούσε να ανακαλύψει για την προσωπική της ζωή. Παρατηρούσε μόνο τη συγγραφέα να γλιστράει μέσα στη σωφροσύνη των άλλων, με μια τάση απελευθέρωσης δανεισμένη από την Aνατολή, με πνευματικότητα ανάμεικτη με σοφία και με εκείνο το χάρισμα που είχε να μειώνει την απόσταση ανάμεσα στους αιώνες και στις χώρες, με τα διακριτικά τους σημεία.
Kαι εδώ η αφηγήτρια μιλάει λίγο για τον εαυτό της. Kάνει την αυτοπροσωπογραφία της, δίνοντας το πορτρέτο αυτού του άντρα που δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό κάστας και που η ευγένειά του είναι χωρίς φράσεις και κενά.
H Γιουρσενάρ προσπαθεί να κλείσει όλες τις τρύπες του παρελθόντος και ασχολείται με κάθε προσωπικότητα που έχει καταγράψει η μνήμη της. Στην καρδιά του έργου συναντάμε την προσωπική ζωή των ζευγαριών, συζύγων ή εφήμερων εραστών, σημαδεμένων από τον έντονο συναισθηματισμό που βαρύνει τις πουριτανικές οικογένειες και από έναν γοητευτικό πατέρα. Στη σκιά των ηλικιωμένων ατόμων καί των υγρών δολοπλοκιών μιας πολιτισμένης κοινωνίας που διαβάζει Γκαίτε και Nτ'  Aννούντσιο, ένα μικρό κορίτσι διδάσκεται λατινικά και ελληνικά. Tαξιδεύει πολύ μέσα σε βαγόνια-σαλόνια για να βρέξει τα πόδια της στα κύματα της Oστάνδης ή της Bουλώνης. H μνήμη, «αυτό το απέραντο άδειο τοπίο όπου όλα φαίνονται τόσο κοντινά όσο και μακρινά», όπου οι προσωπικότητες έρχονται και φεύγουν, κυριαρχεί μέσα στο χρόνο.
Όπως το πετυχαίνουν οι πίνακες των Φλαμανδών ζωγράφων, στο βιβλίο Tι; H αιωνιότητα; η ζωή ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας, συγκεκριμένη, απλή και μερικές φορές ανεκτίμητη. Aυτό το βιβλίο της Γιουρσενάρ είναι ένας περίπατος στη συστοιχία που σχηματίζουν οι ζωντανοί ίσκιοι των προσφιλών νεκρών, την πραγματική χώρα όπου η κορυφαία Γαλλίδα συγγραφέας διάλεξε να ζήσει.

Ο Ντυμαί-Λβοβσκί, συντάκτης του φωτογραφικού πρακτορείου Keystone, γνώρισε τη Γιουρσενάρ μόλις έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της, όταν της ζήτησε να τη συναντήσει για να ανανεωθεί το φωτογραφικό υλικό που διέθετε το πρακτορείο. Κέρδισε όμως τη συμπάθεια της συγγραφέως, η οποία του έδωσε την άδεια να τη συναντήσει δύο μήνες αργότερα στο Μαρόκο (όπου ταξίδεψε για να τιμήσει τη μνήμη του Τζέρυ Ουίλσον) και να την ακολουθήσει μαζί με έναν φωτογράφο· κυρίως όμως του παραχώρησε το προνόμιο να καταστεί μάρτυρας της καθημερινότητάς της σε έναν από τους αγαπημένους της ταξιδιωτικούς προορισμούς. Ο Ντυμαί-Λβοβσκί, που αναγνώρισε ευθύς αμέσως τη γενναιοδωρία της Γιουρσενάρ και αποδέχτηκε τη σχέση μαθητείας του κοντά της, κράτησε ημερολόγιο των συναντήσεων, των περιπάτων τους στις ψαραγορές και στα λαϊκά μαγαζιά, αλλά και των συνομιλιών τους. Οι συζητήσεις τους αφορούσαν σχεδόν οτιδήποτε άλλο εκτός από τα βιβλία της: φυσικά τους τόπους που επισκέπτονταν, τα ήθη και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, τη θέση των γυναικών στην κοινωνία της Μαυριτανίας, τους τυχόν κοινούς φίλους, αλλά και θέματα όπως οι ποικιλίες των πετρωμάτων ή οι αποδημητικοί πελαργοί που φτάνουν στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, η δυσπιστία της για τη Μητέρα Τερέζα, ή η περιέργειά της να γνωρίσει τον Δαλάι Λάμα. Με την καθημερινή συναναστροφή, ο Ντυμαί-Λβοβσκί ανακαλύπτει μια Γιουρσενάρ λιγότερο απόμακρη, πιο γλυκιά, πιο ανθρώπινη.
Θα ξανασυναντηθούν λίγο καιρό μετά στο Παρίσι, και τότε θα μοιραστούν τη μοναδική εμπειρία μιας μαγικής όσο και συγκινητικής ξενάγησης στις απρόσιτες για το κοινό αποθήκες του Λούβρου.
Δεν αντέχω στον πειρασμό να μεταφέρω εδώ δύο παραγράφους από τις σχετικές ημερολογιακές σημειώσεις του Ντυμαί-Λβοβσκί:

[…] Στο τέρμα ενός διαδρόμου, κάτω από ένα φωτοστέφανο χρυσαφένιου φωτός, βρίσκεται ο Αντίνοος της βίλας Μοντραγκόνε.
Η Γιουρσενάρ, η οποία έχει χρόνια να δει αυτό το άγαλμα, έχει φανερά συγκινηθεί. Στέκονται σιωπηλά πρόσωπο με πρόσωπο. Του χαϊδεύει τα μαλλιά σαν να πρόκειται για έφηβο με σάρκα και οστά. Μας χωρίζουν μερικά βήματα, αλλά μονάχα εκείνη μπορεί να ανοίξει διάλογο με το μαρμάρινο άγαλμα. Με το κεφάλι καλυμμένο από ένα σάλι, μοιάζει περισσότερο από ποτέ με μάγισσα, με προϊστορική ιέρεια. Εχει μέσα της μια απροσδιόριστη αρχαϊκή δύναμη. Είναι σαν να μην έχει πια ηλικία μπροστά στον θεοποιημένο έφηβο που το μυθιστόρημά της ξαναζωντάνεψε στη μνήμη των ανθρώπων.

Η Σίβυλλα [: εννοεί τη Γιουρσενάρ] σπάει τη σιωπή της για να μας διηγηθεί την ιστορία του εφήβου που δεχόταν βροχή από παρακλήσεις και του οποίου η κολοσσιαία κεφαλή προοριζόταν να στολίσει έναν ψηλό κίονα. Μας […] λέει πως πρόκειται για ένα από τα αγάλματα όπου το θεϊκό στοιχείο είναι επικρατέστερο, σε σύγκριση με τα αγάλματα των Δελφών και της Ολυμπίας, που είναι πιο ανθρώπινα. […]

Η Γιουρσενάρ, ίσως εξαιτίας της συμπάθειάς της προς τον νεαρό της φίλο, ίσως εξαιτίας της ανάγκης της να έχει πάντα δίπλα της κάποιον, ανεξαρτήτως φύλου, και να μοιράζεται μαζί του την κάθε στιγμή, είχε προτείνει στον Ντυμαί-Λβοβσκί να ταξιδέψουν μαζί στην Ινδία. Το ταξίδι αυτό δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ, καθώς η Γιουρσενάρ πέθανε μία εβδομάδα πριν από την προγραμματισμένη αναχώρησή τους για τη Βομβάη· όμως, η συγγραφέας πρόλαβε να καλέσει τον Ντυμαί-Λβοβσκί στην Πετίτ Πλεζάνς, προκειμένου να συζητήσουν τις λεπτομέρειες της κοινής τους περιπλάνησης στην Ασία. Ο νεαρός Γάλλος αξιώθηκε να περάσει λίγες ημέρες στο σπίτι της Γιουρσενάρ, να χαϊδέψει με τα δάχτυλά του τα διακοσμητικά και άλλα μικροαντικείμενα του σαλονιού και του γραφείου της. Λόγου χάρη, στο ξύλινο κουτί που της είχε χαρίσει στο Μαρόκο, ανακάλυψε έναν ακατέργαστο αχάτη που η νοσοκόμος της Γιουρσενάρ είχε περιμαζέψει από τον δρόμο κοντά στο σπίτι του Τ. Ε. Λώρενς [του λεγόμενου: της Αραβίας] και μαζί του ένα μικροσκοπικό κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο η Γιουρσενάρ είχε γράψει στα ελληνικά την αγαπημένη της ρήση: «Δεν έχει σημασία». Είχε επίσης το προνόμιο να ξεναγηθεί από την ίδια στον μεγάλο κήπο με τις οξιές, τα έλατα, τις φτελιές και τα οπωροφόρα δέντρα που η Γιουρσενάρ έβρισκε χρόνο να περιποιείται προσωπικώς, παρά το φορτωμένο με υποχρεώσεις πρόγραμμά της.

Το βιβλίο του Ντυμαί-Λβοβσκί, Το τελευταίο ταξίδι της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (φωτογραφίες: Σαντρί Ντερρατζί· μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος. Αθήνα 2003, 119 σελ.), που ολοκληρώνεται με την περιγραφή της συνάντησής του (στη μνήμη της Γιουρσενάρ) με τον Δαλάι Λάμα, δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες· ωστόσο, με την υποστήριξη που του παρέχουν οι χαρακτηριστικές στιγμιοτυπικές φωτογραφίες του Σαντρί Ντερρατζί, αποτελεί την πολύτιμη μαρτυρία ενός αισθαντικού παρατητηρή για τη στιλπνή καθημερινότητα μιας εμπνευσμένης γυναίκας, τους τελευταίους κι ωστόσο φωτεινούς μήνες της πολυκύμαντης και δημιουργικής ζωής της.

Δείτε στο βίντεο μία συνέντευξή της.