30.6.14

Μένης Κουμανταρέας: «Να διαγράψουμε τη λέξη "Μνημόνιο"»



του Μανώλη Πιμπλή

πηγή: http://www.tanea.gr


Οι συγγραφείς είναι υπεράριθμοι, οι Ελληνες είναι κινούμενη άμμος, η Ομόνοια είναι... αίσχος. Ο πολυβραβευμένος πεζογράφος δεν σταματά να παρατηρεί και να γράφει βιβλία

«Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε παλιά, που έμπαινα σε ένα βιβλιοπωλείο και ήξερα όλους τους συγγραφείς, σήμερα μπαίνοντας πάλι σ' ένα βιβλιοπωλείο κινδυνεύω να ξέρω πάρα πολύ λίγους. Και το χειρότερο: να μ' ενδιαφέρουν πολύ λίγοι. Αυτό που γίνεται σήμερα, να βρίσκονται τα "ευπώλητα" βιβλία των κυριών ανάκατα με τα άλλα, τα "σοβαρά" βιβλία της λογοτεχνίας, είναι αδιανόητο. Δεν λέω να μην υπάρχουν τα ελαφρά βιβλία, έχουν κι ένα κοινό. Καλύτερα να διαβάζουν αυτά παρά την "Espresso". Και η πληθώρα των εκδόσεων δεν είναι βέβαια μόνο ελληνικό φαινόμενο, συμβαίνει παντού. Διότι οι συγγραφείς είναι πια υπεράριθμοι, όπως οι λαθρομετανάστες. Η διαφορά είναι ότι αυτούς δεν μπορούμε να τους κλείσουμε σε γκέτο».
Eτσι απαντά ο Μένης Κουμανταρέας στην ερώτηση αν παρακολουθεί ακόμη τις καινούργιες κυκλοφορίες στα βιβλιοπωλεία. Αλλά αφού τελειώνει έτσι αυτή την απάντηση, δεν είναι δύσκολο κανείς να τον ρωτήσει πώς βλέπει αυτά τα «γκέτο» των μεταναστών και την κρατική πολιτική για τη μετανάστευση, πώς επίσης βλέπει, ως κάτοικος Κυψέλης, τη ζωή όπως έχει εξελιχθεί στην πόλη τις τελευταίες δεκαετίες μετά την είσοδο των μεταναστών. Πολύ περισσότερο που μόλις επανεκδόθηκε από τον Κέδρο το βιβλίο του «Σεραφείμ και Χερουβείμ» με εικόνες γνωστών ζωγράφων, το οποίο περιγράφει μια άλλη Αθήνα, αυτή του '50: «Το έχω ξαναπεί. Το κύριο καλό της μετανάστευσης είναι η διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Αυτό το θεωρώ αγαθό πολύτιμο διότι τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η ελληνική γλώσσα ήταν φυλακισμένη εντός των συνόρων. Από 'κεί και πέρα η κρατική πολιτική απέναντι στη μετανάστευση ποτέ δεν μπόρεσε να αποδώσει. Είναι ταυτόχρονα αμήχανη και άδικη. Ενώ η πολιτική της Χρυσής Δύσης, όπως την ονομάζω εγώ, είναι απολύτως αποτελεσματική. Τους σκοτώνουν, τους τσακίζουν στο ξύλο και έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους…».



Την κρίση ο Μένης Κουμανταρέας τη βλέπει ως μια παρένθεση. «Κάποτε αναγκαία, αν σκεφτεί κανείς την πάλαι ποτέ μανία των γυναικών να γεμίζουν το πρωινό τους με αγορές ακριβών φορεμάτων. Με τις κάρτες τους. Το βλέπω και ως τιμωρία. Για μια μερίδα του κόσμου που ζούσε βολεμένος σε έναν ηδονικό τρόπο ζωής. Η δική μας η μεσαία αστική τάξη έχει ίσως πληγεί με τους φόρους περισσότερο από τη λαϊκή τάξη. Νομίζω ότι στο μέλλον θα πρέπει να διαγράψουμε μια λέξη από το λεξιλόγιό μας: τη λέξη "Μνημόνιο" που έχει γίνει τρόμος, φόβος και καραμέλα μαζί. Το μέλλον της Ελλάδας το βλέπω αβέβαιο, όμως αβέβαιο είναι και το μέλλον της Ευρώπης. Θα πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσο η Ευρώπη θα είναι μια οικονομική μόνο ένωση ή μια ομοσπονδία κρατών. Εξού και ο καβγάς με την προεδρία του Γιούνκερ. Ολα αυτά όμως είναι πολιτική. Εγώ κοιτώ τη δουλειά μου, το γράψιμο, μια δουλειά στην οποία μπορώ να αποδώσω. Χωρίς ντρίπλες και χωρίς πουλημένα παιχνίδια. Θα πρέπει όλοι τους να φροντίζουν τις δουλειές τους και μόνο. Τον κ. Καμίνη, τον οποίο ψήφισα, τον παρακαλώ να γκρεμίσει την Ομόνοια και να την ξαναχτίσει. Διότι είναι ένα αίσχος αυτό στον ομφαλό της πόλης. Ευτυχώς που μέσα στο Δημοτικό Συμβούλιο είναι άνθρωποι όπως ο Βασίλης Βασιλικός και η Μάρω Δούκα. Αν πάντως με ρωτάγατε αν θα έμπαινα κι εγώ, θα σας έλεγα "όχι, με τίποτα". Γιατί δεν κάνω γι' αυτή τη δουλειά. Πρέπει να έχεις κανείς συνείδηση των δυνατοτήτων του».
Ο Μένης Κουμανταρέας επανέρχεται έναν χρόνο μετά το «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο» με νέο μυθιστόρημα (τον Οκτώβριο) και δύο επανεκδόσεις. Ηδη κυκλοφόρησε από τον Κέδρο η επανέκδοση της συλλογής διηγημάτων «Σεραφείμ και Χερουβείμ». «Ξαναχτυπήθηκε το βιβλίο από την αρχή και αυτή τη φορά η έκδοση περιλαμβάνει δέκα σχέδια ζωγράφων» λέει ο συγγραφέας στο «Βιβλιοδρόμιο». «Ζωγράφων όπως ο Φασιανός, ο Ψυχοπαίδης, ο Σακαγιάν, ο Μπότσογλου μέχρι νεότερους όπως ο ταλαντούχος Απόστολος Χατζαράς ή η Αντιγόνη Πασίδη, που τυγχάνει ανιψιά μου αλλά η παρουσία της στο βιβλίο δεν είναι λόγω συγγένειας. Το εξώφυλλο το διάλεξα εγώ και είναι από πίνακα του νέου ζωγράφου Αχιλλέα Ραζή. Κάποιοι που το διάβασαν ήδη μου λένε ότι είναι σαν να γράφτηκε χθες, παρ' όλο που γράφτηκε το '80 και μιλάει για το '50. Πρόκειται για δέκα ιστορίες από την εφηβική μου ζωή στο πατρικό μου της οδού Χέυδεν στην Πλατεία Βικτωρίας. Ολα τα πρόσωπα που αναφέρονται εκεί ήταν υπαρκτά. Φυσικά η δόση της μυθοπλασίας είναι ισχυρή, όπως σε όλα μου τα βιβλία, ώστε να αντιμετωπίσω τον κίνδυνο ενός βιβλίου - ντοκουμέντου. Η πρωτοβουλία είναι της εκδότριας του Κέδρου Κάτιας Λεμπέση. Το βιβλίο αυτό δεν έκανε θεαματικές πωλήσεις στο παρελθόν αλλά είχε ένα φανατικό μικρό κοινό. Είναι μια αφορμή να δουν οι νέοι άνθρωποι πώς ήταν η Αθήνα τότε. Οπωσδήποτε, πάντως, δεν είναι βιβλίο νοσταλγικό, όπως τα βιβλία που γράφουν κάποιοι αθηναιογράφοι. Είναι ρεαλιστικό και παρουσιάζει την αστική τάξη όπως ήταν τότε, πριν χάσει τη λάμψη της. Παραδόξως, τα "Σεραφείμ" θύμωσαν τότε τη μητέρα μου. Ο τρόπος που την έδειχνα να μαλώνει τις υπηρέτριες με αυταρχικό τρόπο την πείραξε. Αλλά δεν ίδρωνε το αφτί μου. Ποτέ δεν υπολόγισα τη λογοκρισία της οικογένειας ή της κοινωνίας - το πολύ να υπολόγιζα έναν πολύ κοντινό μου άνθρωπο. Είχα, εξάλλου, πάρει το μάθημά μου, είχα θωρακιστεί με τη δικαστική δίωξή μου επί δικτατορίας για το "Αρμένισμα"».

Ηταν η εποχή που οι λογοτέχνες είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους να μη γράφουν και κυρίως να μη δημοσιεύουν τίποτα ως πράξη αντίδρασης στη λογοκρισία των συνταγματαρχών.
«Ο Ρένος Αποστολίδης είχε όμως τη φαεινή ιδέα να δημοσιεύσει διάφορα διηγήματα στις εφημερίδες σπάζοντας τη δική μας σιωπή. Φαίνεται ότι ένα από τα διηγήματα αυτά ενόχλησε πρώτα την ίδια την εφημερίδα που το δημοσίευε. Μετά μπήκε στη μέση μια χριστιανική οργάνωση, δεν θέλει και πολύ, διάφοροι χουνταίοι και κάθησα στο σκαμνί. Τρεις συνεχείς δίκες. Στην πρώτη καταδικάστηκα. Γιατί έγραψα υποτίθεται κάτι άσεμνο που παρέσυρε τη νεολαία σε ακολασία. Στο δεύτερο εφετείο ήρθαν μάρτυρες υπεράσπισης η μισή Αθήνα: ο Μινωτής, ο Μπαστιάς, ο Τερζάκης, ο Αλκης Θρύλος. Την κυρία Ουράνη (Αλκη Θρύλο) είχε αναλάβει να την ειδοποιήσει ένας φίλος μου. Εκείνη έπαιζε χαρτιά και του λέει: "Μια στιγμή παιδί μου γιατί βγαίνω!"».
Μία άλλη σημαντική επανέκδοση είναι της μετάφρασης που είχε κάνει ο Μένης Κουμανταρέας - δεινός μεταφραστής της αγγλόφωνης λογοτεχνίας - στην «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του Λούις Κάρολ, που είχε κυκλοφορήσει παλιά από τις Εκδόσεις Ερμείας και τώρα βγαίνει από τον Πατάκη, με νέα εικονογράφηση του ολλανδού καλλιτέχνη Πατ Αντρέα.
Είδηση είναι και η επικείμενη κυκλοφορία, τον Οκτώβριο, από τις Εκδόσεις Πατάκη του νέου του μυθιστορήματος με τίτλο «Ο θησαυρός του χρόνου». «Μόλις προχθές παρέδωσα τα χειρόγραφα», μας λέει. «Οταν λέω χειρόγραφα, εννοώ δύο τόμους με εναλλασσόμενα τη γραφομηχανή, τον δικό μου γραφικό χαρακτήρα και το κομπιούτερ. Ενα παλίμψηστο! Είναι ένα βιβλίο εξαιρετικά αυτοβιογραφικό.
Που όμως, άμα δεν με ξέρει κανείς, δεν το καταλαβαίνει. Το έχω δουλέψει τέσσερα χρόνια, θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στη Λιλή, τη γυναίκα μου, αλλά δεν υπάρχει λόγος για αφιέρωση ακριβώς επειδή ένα μεγάλο μέρος του είναι γι' αυτήν. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής δεν έχει όνομα. Και τα υπαρκτά πρόσωπα είναι με άλλα ονόματα. Πρόκειται για βιβλίο ρεαλιστικό, όπως όλα μου σχεδόν, αλλά επιτρέπω στον εαυτό μου πότε πότε κάποιοι από τους ήρωες να είναι πεθαμένοι και να εμφανίζονται ως φαντάσματα, και άλλοι να πετάνε, να ίπτανται. Χώρος δράσης είναι η Αθήνα αλλά χωρίς τοπωνύμια. Ηθελα να μιλήσω και για την αρρώστια της Λιλής αλλά και για τους δικούς μου εγκλεισμούς στο νοσοκομείο τα τελευταία χρόνια. Αρχισα να το γράφω όταν αρρώστησε και το συνέχισα μετά τον θάνατό της, πριν από τέσσερα χρόνια».

Εθνική Ελλάδας ή η έννοια του τραγικού



του/της blogger Η Λούλα παρουσιάζει

πηγή: http://popaganda.gr

Η Λούλα επηρεασμένη από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα διαβάζει το γαλλικό site SO FOOT όπου ο αθλητικoγράφος Thibaud Leplat γίνεται έρμαιο των συναισθημάτων του.

Τώρα πρέπει να ζητήσουμε από τον αναγνώστη να περιπλανηθεί στη χώρα των ονείρων. Φανταστείτε ότι γνωρίζετε το αλφάβητό τους και τη γλώσσα τους που είναι οικείο το άκουσμά της —έχει τους συριγμούς των πορτογαλικών, τις αιχμηρότητες των γαλλικών, την ακρίβεια των γερμανικών. Κοιτάξτε τώρα τον κόσμο σαν να είχατε γεννηθεί σ’ ένα νησάκι της Μεσογείου. Ζείτε απέναντι στη Λιβύη και στην Τουρκία αλλά είσαστε η καρδιά της Ευρώπης, το συγκινησιακό της κέντρο. Έχετε επινοήσει όλα εκείνα τα πράγματα που αφήνουν αδιάφορους τους εμπόρους της παγκοσμιοποίησης αλλά αποτελούν τα θεμέλια της ανθρώπινης κοινότητας: το θέατρο, τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, τους αγώνες. Κάποιοι τα βλέπουν αυτά αφ’ υψηλού όπως βλέπουν αφ’ υψηλού και τη μικρή, φτωχή ομαδούλα σας. Λένε και ξαναλένε ότι το μεγαλύτερο κατόρθωμα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου τα τελευταία είκοσι χρόνια, το δικό σας κατόρθωμα στο Euro του 2004, ήταν ένα από τα περίεργα θλιβερά φαινόμενα της ιστορίας κι ότι το κοντέρ πρέπει να ξεκινήσει απ’ το μηδέν. Σίγουρα πήρατε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά, νικήσατε τους καλύτερους, επιδείξατε μια μοναδική και απαράμιλλη ψυχραιμία. Σίγουρα. Αλλά θα προτιμούσαν να αρχειοθετήσουν αυτό το συμβάν κάτω από μια στοίβα αναμνήσεων ώστε να λησμονηθεί με την πιο συνειδητή μέθοδο αποσιώπησης. Ωστόσο νά που το βράδυ της Τρίτης μας δώσατε ένα μάθημα από κείνα που δεν ξεχνιούνται τόσο εύκολα. Σ’ αυτό το Μουντιάλ όπου οι αμυντικές πεντάδες είχαν αποκλείσει κάθε πιθανότητα θεαματικής ανδραγαθίας είχαμε ξεχάσει ότι ο ενθουσιασμός και η αυταπάρνηση μπορούν να κάνουν θαύματα. Τα ευρωπαϊκά έθνη πάτωσαν το ένα μετά το άλλο. Εκτός από την Ελλάδα. Και η Ελλάδα είμαστε εμείς.

Ο Έλληνας Ζλάταν

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος θέλει άντρες με καρδιά», έψαλε ο Πίνδαρος στους Ολυμπιόνικους. Και θέλει άντρες με ασυνήθιστα ονόματα. Η ομορφιά αυτής της ομάδας ξεκινάει από την ποιητική του ρόστερ: Σωκράτης Παπασταθόπουλος, Παναγιώτης Ταχτσίδης, Κώστας Κατσουράνης, Θεοφάνης Γκέκας μας θυμίζουν τους θρυλικούς Άγγελο Χαριστέα, Αντώνη Νικοπολίδη, Θόδωρο Ζαγοράκη, Ζήση Βρύζα. Φοράνε λοιπόν την ίδια άσπρη στολή με το γαλάζιο σταυρό στο στέρνο και ο Γιώργος Καραγκούνης είναι ακόμα εκεί για να κρατάει άσβηστη τη φλόγα των ηρώων του 2004. Δέκα χρόνια πέρασαν κι όμως, όπως τότε μισούσαν τον καταραμένο τον Χαριστέα και το προδοτικό του πρόσωπο, έτσι τώρα σε κανέναν δεν αρέσει ο Γιώργος Σαμαράς, αυτή η διαλυμένη φυσιογνωμία κι αυτό το στιλ να παίρνει την μπάλα με ατσαλοσύνη και να την ξαποστέλνει πάντα με τη χάρη μιας κίνησης όχι πολύ όμορφης, αλλά που ήταν στη δεδομένη στιγμή η μόνη σωστή κίνηση για να αιφνιδιαστεί ο αντίπαλος. Στον Σαμαρά δεν ξέρεις αν πρέπει να επαινέσεις τον μεγάλο τεχνίτη που κατεβάζει μια μπάλα απ’ τον ουρανό ή τον μεγάλο κομπογιαννίτη που έχει για ταλέντο την τύχη και την ευκαιρία. Μαζί με τους Πίπο Ιντζάγκι, Νταβόρ Σούκερ ή Μίροσλαβ Κλόζε αποτελούν μια μυστική αδελφότητα παικτών που είναι θύματα της μορφής τους, της φυσιογνωμίας τους. Αν είχε λίγη φινέτσα παραπάνω, θα μπορούσες να τον θεωρήσεις τον Έλληνα Ζλάταν ή ένα είδος μελαχρινού γενειοφόρου Έντιν Τζέκο. Έχει όμως πολύ ψηλά κανιά, πολύ φαρδιά πλάτη και λαιμό υπερβολικά άκαμπτο όταν τρέχει ώστε να τολμήσει κανείς να του αποδώσει την παραμικρή κομψότητα. Ο Σαμαράς είναι σταρ στην Celtic και η φανέλα νούμερο 7 στην Εθνική Ελλάδας. Τελεία και παύλα.

Η σωστή ομάδα

Υπάρχουν όμως ομάδες και παίκτες που η προσωπική τους δυναμική υπερβαίνει κατά πολύ τις ικανότητές τους στο παιχνίδι και το ταλέντο τους. Ακριβώς τότε, όταν λείπει το μπρίο, όταν υφίστασαι αγόγγυστα τις κόκκινες κάρτες, όταν σκοντάφτεις στα τείχη της άμυνας και στα μαρκαρίσματα από αντιπάλους με φονικά πρόσωπα, τότε ακριβώς βρίσκεις το ποδόσφαιρο που έπαιζες στη γειτονιά σου, πάνω στην άσφαλτο, που δε σταμάταγες παρά μόνο όταν έπεφτε το σκοτάδι, εκείνο το ποδόσφαιρο όπου πρέπει να μείνεις όρθιος κινδυνεύοντας να σε καταπατήσει ο πιο ψηλός ή ο πιο μεγάλος. Γιατί λοιπόν αφού μοιάζουμε τόσο πολύ με τους Έλληνες δεν αγαπάμε καθόλου τους Έλληνες στο ποδόσφαιρο; Ίσως γιατί μέσα στις λευκές τους στολές και σ΄ αυτό τον τρόπο που νικάνε μόνο και μόνο γιατί δε θέλουν να πεθάνουν, σε αυτό το πείσμα να μην υποκύπτουν στη μόδα και να ζουν πάντα σε καθεστώς καθυστέρησης, βλέπουμε τον πιο αληθινό μας εαυτό, εμείς οι σωστοί. Η ελληνική ομάδα δε θα μας παρουσιάσει κάτι άξιο ζωηρού θαυμασμού ή επευφημίας. Και μόνο η παρουσία της εκφράζει για μας ένα είδος απειλής για τις άψογες διοργανώσεις μας. Αν κάποιες στιγμές οι άλλες ομάδες με τη χάρη μιας κίνησης, ενός γκολ ή μιας σφοδρής συγκίνησης μας κερνάνε ψίχουλα του απόλυτου ή σπίθες ιδιοφυΐας, η Ελλάδα από τη μεριά της δίνει πάντα αυτό μονάχα που υπόσχεται: την αδιαλλαξία και τη θυσία. Ποτέ δεν είχε άλλες φιλοδοξίες από μια μάχη δίχως έλεος. Δίχως κανένα έλεος για τους άλλους ούτε για τον εαυτό της.

Ο θυμός του Σαμαρά

Δύο τραυματισμοί στα είκοσι λεπτά, δύο δοκάρια οριζόντια, ένα κάθετο, η ισοφάριση από την Ακτή Ελεφαντοστού μέσα σε δέκα λεπτά από τη λήξη του αγώνα, μέσος όρος ηλικίας πάνω από 30 χρόνια: η Ελλάδα πήγαινε στα ίσα για αποκλεισμό. Επιτέλους, τι ανακούφιση. Όμως στο βάθος όλοι ξέραμε. Αυτό το παιχνίδι ήταν δικό τους, η Ελλάδα θα κέρδιζε. Έπρεπε να φτάσουμε στο τέλος, να ακουστεί το «ο κύβος ερρίφθη»! Ενορατικά είχαμε μαντέψει ότι οι συνθήκες αυτής της αναμέτρησης οδηγούσαν στην εποποιία και στην κάθαρση. Όπως στις ραψωδίες του Ομήρου οι θεοί συνεδρίαζαν εκτάκτως και ο Δίας απαιτούσε να μείνουν ουδέτεροι αλλά αυτοί τελικά δεν κατάφερναν να συγκρατηθούν και να μη λάβουν μέρος στη μεγαλειώδη σύρραξη ευνοώντας τους εκλεκτούς τους. Οι Έλληνες θα κέρδιζαν στο τέλος, το ξέραμε. Ένας από μηχανής θεός θα τους λυπόταν στο τέλος αυτής της σκληρής δοκιμασίας και θα κατέβαινε στο γήπεδο στο πλευρό τους. Ήταν ο Δίας. Έλαβε τη μορφή ενός σφυρίγματος. Τότε στο 93ο λεπτό ο Γιώργος Σαμαράς πήρε την μπάλα, την απίθωσε στο σημείο του πέναλτι και ακούμπησε τις παλάμες του στους γοφούς πριν εκτοξεύσει τη χαριστική βολή δίχως ίχνος δισταγμού. Ύστερα σχεδίασε με τα δάχτυλά του το σχήμα μιας καρδιάς για να υπενθυμίσει στο κοινό ότι οι άνθρωποι κερδίζουν τις νίκες κι όχι οι θεοί. Όσο κρατάει το Μουντιάλ έχουμε πάντα δυο ομάδες στην καρδιά μας. Τη μία γιατί είναι η δική μας. Την άλλη γιατί είναι η Ελλάδα.


Δ. Ν. Μαρωνίτης: Έπος και δράμα. Απο το χθες στο αύριο



Η ωραία Ελένη με τον Μενέλαο

Ο ακούραστος δάσκαλός μας (ακόμη και ημών που δεν τον αξιωθήκαμε ως καθηγητή στο Πανεπιστήμιο) Δ. Ν. Μαρωνίτης συγκέντρωσε σε έναν τόμο μερικά δώδεκα διεισδυτικές μελέτες του της τελευταίας εικοσαετίας (μερικές πρωτοδημοσιευμένες στο Εντευκτήριο), που αντλούν τα θέματά τους από τα ομηρικά έπη και την τραγωδία.
Κάθε καινούργιο βιβλίο του μάς θυμίζει την ανεξόφλητη οφειλή μας στο πρόσωπό του για την ακάματη προσφορά του μ' ένα πλέγμα δραστηριοτήτων που εισδύουν η μία μέσα στην άλλη και όλες μαζί μάς κάνουν να νιώθουμε ευγνωμοσύνη για την πολύτιμη παρουσία του στον τόπο μας και στον καιρό μας.

Γιώργος Κορδομενίδης




Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα, Bernardino Μέι, 1654


Το βιβλίο


Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, μεταφραστής και μελετητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αλλά και του Αίαντα ή τουΟιδίποδα επί Κολωνώ, συγκεντρώνει στον τόμο αυτό δοκίμιά του από το 1995 μέχρι σήμερα, μεγάλης διαύγειας και ώριμης σκέψης. Είναι κείμενα που γράφτηκαν καταρχήν για να ακουστούν. Χωρίζονται σε δύο ενότητες: α) «Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια» και β) «Από το έπος στο δράμα». Πρόκειται για τα γραπτά ενός μελετητή και διανοητή στην καλύτερη και ωριμότερη στιγμή του, όπου με μεγάλη ελευθερία και τόλμη διαλέγει μοτίβα από τα ομηρικά έπη και την τραγωδία: η γενεαλογία του κακού στην Ιλιάδα˙ η μνήμη και η λήθη ως η μηχανή της ποίησης˙ ο φόνος και η ικεσία˙ το «σκάνδαλο» του αφανισμού των εταίρων του Οδυσσέα˙ οι τόποι και τρόποι του νόστου˙ η Ελένη και η Κλυταιμνήστρα – δυο ομηρικές γυναίκες στο αρχαίο δράμα˙ ο Οδυσσεύς και ο Οιδίπους – δυο παράξενοι ξένοι˙ ο Οιδίπους επί Κολωνώ – μια αινιγματική τραγωδία με το πάθος, τον καθαρμό και την εξιλέωση. Ανάμεσα στις γραμμές ο αναγνώστης θα διακρίνει και αυτοβιογραφικές ταυτίσεις του συγγραφέα. «Όπου η λέξη “τέλος” σημαδεύεται τώρα πια με εναλλακτικές σημασίες, πλησιάζοντας σ’ αυτό που οι γραμματικοί ονόμασαν “έξοδο”, για να δηλώσουν την εκπνοή ενός δράματος, τραγωδίας και κωμωδίας».

Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης προσφέρει ένα βιβλίο χωρίς υποσημειώσεις και παραπομπές, ένα βιβλίο «ασημείωτο», όπου όλα όσα έχει να πει έχουν χωνευτεί σε ένα λόγο καθαρό και βαθύ. Όπως καταλήγει στον Πρόλογό του: «Η διάταξη των κειμένων στο εσωτερικό των δύο μερών έχει φαντάζομαι κάποια λογική, δεν είναι όμως υποχρεωτική για τον αναγνώστη, που δικαιούται να διαλέξει τη σειρά που του πηγαίνει περισσότερο, ανάλογα κάθε φορά με τον τίτλο, που υπολογίζει και στα υπονοούμενά του. Περί αυτού πρόκειται».



Ο συγγραφέας


Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (1929). Γυμνασιακές σπουδές στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Προπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου. Μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμια της πρώην Δυτικής Γερμανίας με υποτροφία της Humboldt-Stiftung. Διδάκτωρ και εντεταλμένος υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έως το 1967. Απολύεται, συλλαμβάνεται και βασανίζεται από τη στρατιωτική χούντα. Επανέρχεται και παραμένει καθηγητής της ίδιας Σχολής από το 1975 έως το 1996. Επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Γερμανίας, Αυστρίας και Κύπρου και των ΗΠΑ. Από το 1994 έως το 2001 πρόεδρος και γενικός διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Εφεξής συντονιστής του προγράμματος "Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση", που εκπονείται στο πλαίσιο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας. Έγραψε βιβλία, μονογραφίες, και άρθρα για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Σοφοκλή, τον Ηρόδοτο, τον Αλκαίο, τη Σαπφώ, που, ενμέρει ή εν όλω, και μετέφρασε. Προέχει η συντελεσμένη μετάφραση της "Οδύσσειας". Συγχρόνως μελέτησε και δημοσίευσε δοκίμια για μείζοντες νεοέλληνες ποιητές και πεζογράφους, επιμένοντας σε εκπροσώπους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. (Πηγή: www.biblionet.gr)

Η Αθηναία της εβδομάδας: Μάρω Δούκα



του Θοδωρή Αντωνόπουλου

πηγή: http://www.lifo.gr

Συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Κρήτη, ζει στο Νέο Ψυχικό. Δίνει και δέχεται καλόβολα τα πάντα, αλλά δεν περιμένει από κανέναν μήτε ένα ποτήρι νερό.

Αθήνα έρχομαι το 1965. Στη σοφίτα ενός τριώροφου στο Κουκάκι, όπου θα έμενα τρία χρόνια. Συνήθεια απαραβίαστη να ανηφορίζω κάθε Κυριακή στην Ακρόπολη και να χαζεύω πέρα την πόλη. Σκεφτόμουν συχνά τότε τον Μιμίκο και τη Μαίρη. Για τον Μανώλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα δεν είχα ιδέα ακόμα!   

Φοιτήτρια στη Φιλοσοφική. Η Σόλωνος και τα γύρω στενά. Αποκτώ καλές φίλες: τη Μαρία, την Τασούλα. Έχω να θαυμάζω την Παυλίνα Παμπούδη και την αλησμόνητή μου Φρίντα Λιάππα. Έρχονται στιγμές που αισθάνομαι την Αθήνα να με αγκαλιάζει στοργικά. Μια αγκαλιά που έχει σίγουρα να κάνει με τις ιστορίες που μου λέει η γιαγιά της Παυλίνας. Και με την αγάπη που μου δείχνουν οι γονείς της Μαρίας και της Τασούλας. Δεν είμαι πια μόνη. Έχω πάντα να με περιμένουν γύρω από ένα κυριακάτικο τραπέζι πονετικοί, φιλόξενοι άνθρωποι.   

Με συνεπαίρνουν οι φωνές των διαδηλωτών. Ξυλοδαρμοί και κυνηγητά. Να ένας λόγος για τον οποίο θα μπορούσα να αντιπαθήσω την Αθήνα. Αλλά όχι, εφόσον δούλευε από τότε μέσα μου κι έπλεκε ακούραστη το κουκούλι της η ανάγκη μου να αναζητώ τα αίτια και τις αφορμές. Κι εκεί επάνω με βρήκε η Αριστερά. Γι' αυτό της είμαι ευγνώμων. Επειδή χάρη σ' αυτήν, στον τρόπο που την προσέλαβα, μπόρεσα να δω αλλιώς τη θέση μου στον κόσμο, να αισθανθώ ότι το πρόβλημα του άλλου είναι και το δικό μου πρόβλημα.    

Έπειτα ήρθε η χούντα. Στα υπόγεια κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Σημασία έχει ότι εκεί γνώρισα τον Νίκο. Κι έτσι, από Γεωργεδάκη έγινα Δούκα κι άρχισα να μετράω τη ζωή αλλιώς. Από το 1968 έως και το 1981, από γειτονιά σε γειτονιά: Ηλιούπολη, Κυψέλη, Γκράβα, Πατήσια. Απέκτησαν άλλο νόημα και οι εποχές. Το καλοκαίρι φεγγαρόφωτο στην Πλάκα, τον χειμώνα στις αίθουσες των κεντρικών κινηματογράφων, την άνοιξη με τα πόδια απ' την πλατεία Κολιάτσου μέχρι την Πανεπιστημίου στη δουλειά μου. Έπειτα, έως και σήμερα, στο Νέο Ψυχικό, όταν το πατρικό του Νίκου δόθηκε αντιπαροχή.



Οπότε ναι, τη νοιάζομαι την Αθήνα, όπως και αυτή με νοιάστηκε και με παρηγόρησε. Έχω και ψιλή κουβέντα πιάσει με τα ασθενικά πλατάνια της οδού Βουκουρεστίου. Και με τον ξαπλωμένο ζητιάνο στη γωνία. Αποφασίζοντας να πω «ναι» στην πρόταση της Ανοιχτής Πόλης, περισσότερο ένιωθα ότι λέω εκείνο το «ναι» που οφείλει πάντα στη ζωή του ο καθένας μας. Ήταν όμως και γιατί εκείνες τις μέρες ένιωθα να βγαίνω στο φως έπειτα από μια περιπέτεια με την υγεία μου. Και γιατί είχα ήδη παραδώσει το νέο βιβλίο μου, Έλα να πούμε ψέματα, στην αγαπημένη μου Άννα Πατάκη. Και γιατί, επίσης, είχα μπροστά μου έναν χαρισματικό νεαρό στην ηλικία του γιου μου.  

 «Έλα να πούμε ψέματα» τιτλοφόρησα το τελευταίο μου βιβλίο. Ψέματα, όμως, ικανά να αντιπαρατεθούν στα ψέματα της τυφλής υποταγής και της άκριτης πίστης σε αλήθειες-καλούπια. «Έλα να πούμε ψέματα, ένα σακί γιομάτο, φόρτωσα έναν μπόντικα σαράντα κολοκύθια, κι απάνου στα καπούλια του ένα σακί ρεβίθια» λέει ένας από τους ήρωες στο βιβλίο κι αυτά τα σκωπτικά στιχάκια θα παραλάβει «προς επεξεργασία» ένας άλλος ήρωας για να τα παραδώσει στους επερχόμενους. Διότι πώς αλλιώς θα τη γελάσουμε την κακοτυχία μας, θα τη μαγέψουμε, να δούμε αλλιώς τον κόσμο, κεφάτοι, λυτρωμένοι, να πάμε παραπέρα;   

Με θεωρούν πολυγραφότατη, αλλά δεν είμαι. Σκεφτείτε το. Από τότε που εξέδωσα την Πηγάδα, το πρώτο μου βιβλίο, κι εκεί κοντά, παραμονή Χριστουγέννων, γωνία Πατησίων και Καυταντζόγλου με χτύπησε Ι.Χ. και βρέθηκα με συντριπτικό κάταγμα στο ΚΑΤ, έχουν περάσει σαράντα χρόνια. Σκέφτομαι συχνά ότι εκείνα τα Χριστούγεννα του '74 θα μπορούσα να έχω σκοτωθεί... Κι έμεινα έκτοτε, σαν να μου δόθηκε χάρη, να καταγίνομαι με τη ρηματική μου κλίμακα: θυμάμαι, βιώνω, επινοώ, φαντάζομαι, ταυτίζομαι, οικειοποιούμαι, υποδέχομαι και καθιστώ, επιτέλους, ικανό το θέμα μου να καταλάβει τη θέση που του αναλογεί στον γλωσσικό μου χώρο και να μου επιβάλει την αφήγησή του. Το γράψιμο, επομένως, σ' εμένα από πολύ νωρίς έγινε τρόπος ζωής, τρόπος σκέψης. Με τη συνέπεια του επαγγελματία αλλά και με το πάθος του ερασιτέχνη.   

Ναι, νιώθω ευνοημένη γιατί, χωρίς από μεριάς μου να έχω κάνει την παραμικρή αβαρία, έχω απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Ποτέ δεν κάθισα, ας πούμε, να υπολογίσω ότι τούτο το θέμα «έχει πέραση», εκείνο δεν έχει. Ούτε κι αναζήτησα ποτέ αφηγηματικούς τρόπους ικανούς να κερδίσουν τους αναγνώστες... Γράφω με τη δική μου «ξεροκεφαλιά», προσπαθώντας για το καλύτερο, μέσα στο δικό μου πλαίσιο. Κι ίσως αυτό να είναι και το ζητούμενο του αναγνώστη που θα ήταν σε θέση να αναζητήσει στα βιβλία μου την αναγνωστική απόλαυση... 



Τη μαγιά πριν από κάθε βιβλίο επιμένω να τη «δουλεύω» πρώτα με μολύβι σ' ένα μπλοκάκι. Έπειτα, όταν περνώ στην οθόνη του «λατρευτού» μου λάπτοπ, σκίζω το μπλοκάκι, μια και το μόνο που θα ήθελα να αφήσω πίσω μου είναι τα βιβλία. Και με το Πού 'ναι τα φτερά;, το πιο μικρό και αγαπημένο, να μου φέγγει, διεκδικώντας το δικαίωμα να είμαι πεζογράφος και όχι γυναίκα-πεζογράφος. Γιατί, αλήθεια, δεν μιλάμε αλήθεια ποτέ για άντρα-πεζογράφο; Εκτός και αν με τον όρο «γυναικεία γραφή» εννοούμε τα ποικίλης ύλης αισθηματικά, όπου βέβαια «διαπρέπουν» και άντρες!   

Αν δεν είχα διαβάσει πολύ στην εφηβεία μου, ίσως να μην έφτανα ποτέ στην ανάγκη να θέλω κι εγώ «να γράψω». Οφείλω πολλά στους Ρώσους, στους Αμερικάνους και, κυρίως, στους Γάλλους συγγραφείς. Αλλά ας είμαι δίκαιη. Στο εικονοστάσι μου μόνο Έλληνες έχω. Κι έτσι, με τους πεθαμένους, το έρμα μας για να προχωρήσουμε, και με τους νέους και με τους νεότερους και τους νεότατους, και με τους φίλους και τις φίλες συναδέλφους μου, στα εξήντα επτά μου χρόνια, αν έχω κάτι να υπερηφανευτώ, δεν είναι παρά ο γιος μου. Κατά τα άλλα, το έχω μάθει πια να δέχομαι καλόβολα όσα μου προσφέρουν, να δίνω και να δένομαι, ποτέ μου όμως να μην περιμένω ούτε καν ένα ποτήρι νερό από κανέναν...   

Εδώ και χρόνια, όποτε τελειώνω ένα βιβλίο, λέω, πάει, αυτό ήταν το τελευταίο μου. Έπειτα, πιάνω πάλι το νήμα. Μέχρι πότε; Όσο θα μ' ενθαρρύνει, ίσως, η συναναστροφή με τα παιδιά, χάρη στους αφανείς, τους ανεκτίμητους εκπαιδευτικούς που τα νοιάζονται. Κι έτσι, με το βλέμμα των μαθητών πάνω μου, πότε περίεργο, πότε φιλικό, αλλά και υπέροχα προκλητικό καμιά φορά, αν θέλετε να μάθετε ποια είναι η σχέση μου με την «υστεροφημία», σίγουρα, έχοντας να διαλέξω ανάμεσα στην εν ζωή φήμη και τη μετά θάνατον δικαίωση, θα διάλεγα τη μετά θάνατον δικαίωση. Ακριβώς γιατί πάντα με συγκινούσε έως δακρύων το ομηρικό ήθος!

Το νέο πεζογράφημα της Μάρως Δούκα «Έλα να πούμε ψέματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Η γελοιογραφία της ημέρας, 2

του Δημήτρη Χαντζόπουλου

πηγή: www.tanea.gr


Η γελοιογραφία της ημέρας


28.6.14

Παρουσίαση του βιβλίου του Τέλλου Φίλη «Αποσιωποιητική ηλικία» από τον Μιχάλη Δέλτα και τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη


(από αριστερά) Τέλλος Φίλης, Μενέλαος Καραμαγγιώλης, Μιχάλης Δέλτα


Όταν πηγαίνει κανείς σε εκδήλωση για την παρουσίαση ενός βιβλίου, είναι προετοιμασμένος να ακούσει ανοικονόμητους επαίνους, σχοινοτενείς περιγραφές, "διεισδυτικές" προσεγγίσεις ― και έτσι γίνεται συχνά, και μάλιστα με συνδυασμό΄των παραπάνω στοιχείων.

Ωστόσο, η παρουσίαση του πρώτου βιβλίου με λέξεις του Τέλλου Φίλη (Αποσιωποιητική ηλικία, εκδόσεις Bibliothèque, Αθήνα, 2014) είχε δυνατά, αυθεντικά συναισθήματα: πρωτίστως βαθιά συγκίνηση και σπάνια, άδολη αγάπη.




Ο μουσικός Μιχάλης Δέλτα και ο κινηματογραφιστής και ραδιοφωνικός παραγωγός Μενέλαος Καραμαγγιώλης, που παρουσίασαν το βιβλίο, δεν μίλησαν ως ειδικοί αλλά ως προσεκτικοί αναγνώστες των λέξεων του φίλου τους. Όταν η φιλία δηλώνεται εξαρχής και ρητά, τότε όλα τα χαρτιά είναι πάνω στο τραπέζι.
Και οι δύο λοιπόν μίλησαν μέσα στο αγαπητικό κλίμα μιας ομολογημένης στενής προσωπικής σχέσης, φανερά περήφανοι για το επίτευγμα του κοινού τους φίλου. Και είπαν λόγια ουσιαστικά, που τον γενναιόδωρο έπαινο τον έκρυβαν στην ούγια τους.

Παρακάτω δημοσιεύουμε το κείμενο του Μιχάλη Δέλτα.

Τέλλος Φίλης: Αποσιωποιητική  ηλικία


Θέλω αρχικά να ευχαριστήσω θερμά τον Τέλλο Φίλη που με προσκάλεσε απόψε εδώ, δίνοντάς μου την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί του τη χαρά της κυκλοφορίας της ποιητικής του συλλογής,
«Αποσιωποιητική Ηλικία».
Με τιμά το γεγονός ότι με επέλεξε για να εκφράσω με δικά μου λόγια την εμπειρία που είχα διαβάζοντας αυτή τη συλλογή, με τις τόσο προσωπικές ομολογίες του, με τα πεδία που απλώθηκαν μέσα μου μελετώντας την.
Τον Τέλλο τον γνώρισα πριν δύο χρόνια μέσω των Social Media. Κάποια στιγμή βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη για  ένα επαγγελματικό ραντεβού όπου κι έσπευσα να τον συναντήσω από κοντά στο χώρο που εργάζεται.

Το σημείο ωστόσο που πάντα συναντώ τον Τέλλο Φίλη είτε σε ρεαλιστικό παρόν είτε διαβάζοντας τα ποιήματά του, είτε παρακολουθώντας τον στις αναρτήσεις του στο Facebook, δεν είναι άλλο απ’ το σημείο εκείνο από το  οποίο εκπορεύεται η γενναιότητα που τον φωτίζει και τον διακρίνει.
Η γενναιότητα ως απόρροια της Επίγνωσης.

Πάντοτε  τα αποσιωπητικά υπαινίσονται το βάρος μιας Επίγνωσης.

Την επίγνωση του εφήμερου αλλά και του συναρπαστικού.
Διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημα

Ακούω Βήματα

..οι συνομήλικοι πνίγονται στην εξαφανισμένη τους νεότητα
θλιβεροί και γκρεμισμένοι
ποτισμένοι στην προσωπική διαπλοκή των επιθυμιών τους
και το απερίσκεπτο βόλεμα της καθημερινότητας τους
μια εποχή που τελείωσε
αλλά το αρνούμαστε πεισματικά.

Ο Τέλλος επιστρέφει από τις  απώλειές του σαν ένας πολεμιστής που αποφασίζει να ξεκουραστεί από τις συνεχείς ερωτικές υποσχέσεις και που συμφιλιώνεται με το γόνιμο παρόν του.

Ένα παρόν σκληρό όσο και η αγάπη.

Είναι άγριο πράγμα το να αποδεχθείς ότι γερνάς,
το ότι γέρνεις προς ένα τέλος.

Ακούω τη φωνή του με έντονες χαμηλές συχνότητες να λέει,

..το σώμα σου γυμνό
αποφεύγεις να κοιτάζεις τους καθρέφτες
μια αλλαγή που συντελείται αργά
αλλά διαπιστώνεται ξαφνικά
την μέρα που μετράς λιγότερους
να σε φωνάζουν με το μικρό βαφτιστικό σου όνομα
οι πιο πολλοί βάζουν κι ένα κύριε μπροστά από το επίθετο
τότε η σχέση του πληθυντικού να αναπτύσσεται ερήμην σου.


Ο Τέλλος διασχίζει τη ζωή του βιώνοντας τα ερωτικά του πάθη στο κρεσέντο τους. Μονάχα έτσι συμφιλιώνεται  με την αρχετυπική  σκιά, με την ιδέα του θανάτου.

Απόσπαμα από το ποίημα

Φεύγοντας...

θέλω να τρέμω
να σου φαίνομαι αδύναμος επιτέλους
θέλω να βρέχει
να είμαι για λύπηση
που δεν κατάφερα
τόσα χρόνια τώρα
να το δεχτώ
Γέρασα κι έμαθα
πως υπάρχει “για πάντα”
έπρεπε να γεράσω στο περιθώριο των ζωών των άλλων
για να το μάθω καλά.

Μία από τις δυνάμεις και τις συχνότητες που συντονίζεται ο Τέλλος
μπορώ να την περιγράψω ως δημιουργική μελαγχολία, ή αλλιώς η Μελαγχολία της Γνώσης.
Μια μελαγχολία που στην πορεία της ζωής γίνεται τόσο οικεία, λες και ξαφνικά η Ψυχή θυμάται την προέλευσή της αλλά και τον προορισμό της.
Την Αθανασία.

Ο Φίλης στέκεται μπροστά στο τεντωμένο σκοινί του Ζαν Ζενέ με ένα χαμόγελο, με χιούμορ,  με ένα κλείσιμο του ματιού.
Δεν ακροβατεί, στέκεται. Φλερτάρει με το κενό, με την πτώση του,παίζει με την αγωνία μας, πληγώνεται από μια εποχή που σβήνει΄ανεται.﷽﷽οχοιεαρουσκ. Θα γκρεμιστεί μονάχα από επιλογή του και όχι από έλλειψη ισορροπίας.

Αγέρωχα

Έχει περάσει η ώρα
κάτι που ήθελα να κάνω το ξέχασα
ειμαι εδω στη μέση της νύχτας
δεν ειμαι πια αγέρωχος
είμαι εγω πιά
στο σπίτι που δεν δεχεται επισκέψεις
να γράφω
εδω
για σένα
που είσαι
αλλού
οριστικά.
κι εγώ θρύψαλα.

Κι εμείς ως θεατές δεν είμαστε βέβαιοι για το αν θέλουμε να φτάσει στην απέναντι άκρη ή να πέσει κάτω και να γίνει κομμάτια μπροστά στην αδάμαστη εχθρική μας φύση. Ή πάλι μέσα από την πτώση του αυτή να λυτρωθούμε από τη δική μας απελπισία και την αυτοκαταστροφική μας λαγνεία.
Ο Τέλλος  το μόνο που κάνει είναι να μας περιγράφει  με λιγωτική ειλικρίνεια το τι ακριβώς βλέπει και τι αισθάνεται από εκεί ψηλά.

Τι αισθάνεται όταν τα ποιήματά του μας κοιτάζουν βαθιά στα μάτια  ή πώς νιώθει κάθε φορά που κλείνει τα δικά του.

Νιώθει,  το πόσο μόνοι είμαστε όλοι μας.

Το πόσο ευάλωτοι γινόμαστε μέσα στην ερωτική μας δίνη που με μαθηματική ακρίβεια καταστρέφει ότι μαζί της δημιουργούμε.

Ο Τέλλος γράφοντας αναγνωρίζει πως η ζωή είναι αδυσώπητη μα όχι απαραίτητα δραματική.
Δραματική είναι η στάση μας, η άρνησή μας, η παραίτηση  και η πλάνη που επιλέγουμε ως απόδειξη της υπαρξής μας. Ιδιαίτερα όσο με τα χρόνια μεγαλώνουμε και αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει περίπτωση να πεθάνουμε.΄ι﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽αντιλαμβανμενη ζωή τους

Bitter love

σε άδειες αίθουσες
χωρίζουν οι άνθρωποι
κοινή συναίνεση
χωριστή κατεύθυνση
χωρίζουν με sms
και e-mails

Βρίσκομαι μαζί με τον Τέλλο σε μια παραλία. Κοιτάζουμε σιωπηλά τον έναστρο ουρανό. Κανένα αστέρι δεν πέφτει. Εμφανίζονται μπροστά μας όλοι όσοι έχουμε πληγώσει κι εκείνοι που μας πρόδοσαν.
Κάθονται μαζί μας κι ανάβω μια μεγάλη φωτιά.
Οι φλόγες της ενώνουν τη Γη με τον Ουρανό.

Ο Τέλλος σηκώνεται όρθιος και διαβάζει με δυνατή φωνή,

..Θυμώνω σα παιδί
ξεχνώ πως στην εποχή της αποσιωπητικής ηλικίας
οφείλω να κατανοώ πρωτίστως,
και έτσι
στα δίχτυα μιας δροσερής συγχώρεσης
ερήμην των κλιματιστικών
κοιμάμαι επιτέλους .

Και σαν να είναι ο μάγος της φυλής κάθεται στα αριστερά μου ψιθυρίζοντάς μου στο αφτί,
 «..γιατι εμείς ξερουμε τι ειναι γκρεμος, ειτε απο θανατο, ειτε απο χωρισμο, ειτε απο πενθος δικο μας ανομολόγητο.»

Και πράγματι έτσι είναι, η Αποσιωποιητική Ηλικία βιώνεται ως Η εμπειρική  διαδρομή προς την αποδοχή αλλά και την Αθανασία.

Γιορτή

της Αθανασίας σήμερα
ακόμη δε μάθαμε τη διαχείριση του πένθους
πέσαμε να γιορτάζουμε τα ακατανόητα.

Ο Τέλλος προτού να κοιμηθεί φροντίζει να έχει μπει στη θέση του παρατηρητή και όχι του αντικειμένου.

Η μουσική πάντοτε τον σώζει και τον καθοδηγεί είτε μέσα από ματζόρε μπαλάντες του Μάνου Χατζιδάκι είτε από τα σύγχρονα ρέκβιεμ της Chinawoman.

Απόσπασμα από το

πρωινό στο νησί του ...”μαζί”

Όταν κλείνουν οι δρόμοι
μιας επικοινωνίας
ανοίγουν οι δρόμοι της μουσικής
κι εκεί
όλα παίρνουν τη θέση που τους αναλογεί
για πάντα.

Η σύγκρουση δεν ταιριάζει στην ευγενική φύση του Φίλη, δεν έχει άλλωστε και κανένα νόημα πια αυτή η πάλη.
Για αυτό και ο ίδιος γράφει,

«..για ένα αύριο με νόημα επιτέλους»

Ο Τέλλος Φίλης αδημονεί για την ημέρα που οι άνθρωποι αγκαλιασμένοι
θα κατακλείσουν τους δρόμους, τις πλατείες και τα λιμάνια,
τραγουδώντας απλά λόγια αγάπης κι έτσι πλημμυρισμένος από αυτή τη δικαίωση θα επιστρέψει ήρεμος στο σπίτι του. Θα βάλει ένα ποτήρι ουίσκι με πάγο και βγαίνοντας στη βεράντα, κοιτάζοντας ψηλά τη νύχτα στα μάτια, θα κλάψει από ευγνωμοσύνη

για αυτή την Νίκη των Ανθρώπων.

Για τη Νίκη της Καρδιάς!



Τέλλο σου εύχομαι με όλη μου την αγάπη


καλή και σταθερή επιτυχία!


Μιχάλης Δέλτα



Στο βίντεο όλη η εκδήλωση.

Yeeesss, Samaras



του Χρήστου Μιχαηλίδη

πηγή: http://www.protagon.gr

Αυτό είναι από τα πιο συγκινητικά βίντεο που έχω δει ποτέ μου. Είναι από τις ιστορίες που δημιουργούν κόμπο στον λαιμό, και ανεβάζουν δάκρυα στα μάτια.

Πατάω το κουμπί και βλέπω ξανά και ξανά τη στιγμή εκείνη που ο 11χρονος Jay Beatty από τη Σκωτία, φορώντας μπλε φανέλα σαν «σωστός οπαδός της Εθνικής Ελλάδος», στέκεται μπροστά στην τηλεόραση περιμένοντας με απερίγραπτη αγωνία τον Γιώργο Σαμαρά να εκτελέσει το πέναλτι που κέρδισε ο ίδιος στο 92 λεπτό του αγώνα εναντίον της Ακτής Ελεφαντοστού, και που έδωσε τη χρυσή πρόκριση στην Εθνική μας, στους "16" του Μουντιάλ.

Η αντίδραση του Jay, όταν ο Σαμαράς σκοράρει, δεν περιγράφεται εύκολα. Βλέπεις ένα παιδί που εκδηλώνει τη χαρά με όποιον τρόπο μπορεί, ελεύθερα, αληθινά.
Αποκαλύπτει, η σκηνή αυτή, την απέραντη, ανυπόκριτη αγάπη ενός μικρού παιδιού, που έχει ταλαιπωρηθεί πολύ στην ως τώρα σύντομη ζωή του, για ένα πρόσωπο που θεωρεί δικό του. Για έναν ήρωα που λατρεύει. Για έναν ποδοσφαιριστή που του άνοιξε την αγκαλιά του και τον βύθισε μέσα.
Εκ γενετής ο Jay διαγνώστηκε ότι έχει Σύνδρομο Down, και μία σπάνια πάθηση στη καρδιά.
Είναι οπαδός της σκωτσέζικης ομάδος Σέλτικ, στην οποία αγωνιζόταν ως φέτος ο Έλληνας ποδοσφαιριστής Γιώργος Σαμαράς. Στον τελευταίο φετινό αγώνα της, η Σέλτικ χρίστηκε και τυπικά πρωταθλήτρια Σκωτίας, και η ατμόσφαιρα στο γήπεδό της ήταν πανηγυρικό.
Ο Σαμαράς, κρατώντας και την ελληνική σημαία, είδε σε μια άκρη του γηπέδου τον μικρό Jay να χοροπηδάει πάνω-κάτω πανηγυρίζοντας, έτρεξε κοντά του, τον πήρε αγκαλιά, και έκανε μαζί του τον Γύρο του Θριάμβου, υπό τις ενθουσιώδεις επευφημίες των χιλιάδων οπαδών της ομάδας.
Υπάρχει μια σκηνή που ο Jay χώνεται πανευτυχής μες την αγκαλιά του Σαμαρά, και νομίζω πως εκείνη τη στιγμή θα πρέπει να ένιωσαν και οι δύο ότι δημιουργήθηκε μεταξύ τους ένας δεσμός που δεν θα σπάσει ποτέ.

Το λέει και στην αρχή αυτού το βίντεο ο Σαμαράς: Είμαι πολύ, πάρα πολύ υπερήφανος που είσαι φίλος μου!
Όταν αναρτήθηκε το βίντεο που δείχνει τον Jay να πανηγυρίζει το γκολ του «Σάμαρας» στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, (και αυτό είναι από τα πολλά υπέροχα πράγματα που προσφέρει το Διαδίκτυο), η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, προφανώς κατόπιν υπόδειξης κάποιου που το είδε και συγκινήθηκε όπως όλοι μας, αντέδρασε αμέσως, ήρθε σε επαφή με τους γονείς του αγοριού, και τους προσκάλεσε όλους να μεταβούν στη Βραζιλία με έξοδα της ΕΠΟ και να παρακολουθήσουν τον έναν, με την Κόστα Ρίκα, ή και περισσότερους, ελπίζουμε, αγώνες της Εθνικής μας εκεί.
Οι γονείς του Jay ευχαρίστησαν για την πρόσκληση, αλλά είπαν ότι ήδη είχαν κανονίσει για οικογενειακές διακοπές (που προφανώς ήξερε και ο μικρός) αλλού, και δεν ήθελαν να αλλάξουν σχέδια.
Με άγγιξε βαθιά και αυτή η αντίδραση, που δείχνει μεγάλη ωριμότητα εκ μέρους των γονιών, θα έλεγα ακόμα και Παιδεία, καθότι έκριναν (κατόπιν συμβουλών ή όχι, δεν έχει σημασία), ότι θα ήταν καλύτερο για το παιδί και την οικογένεια η αρχική επιλογή, και όχι η δελεαστική (και σίγουρα προσφερόμενη για μεγάλη δημοσιότητα) επιλογή που τους πρόσφεραν, ανιδιοτελώς, οι άνθρωποι της Εθνικής μας, ίσως και ο ίδιος ο Σαμαράς να έβαλε κάπου το χεράκι του.
Υπάρχει και μία διάσταση όμως στην ιστορία αυτή που με στενοχωρεί ωστόσο. Και είναι εκείνη που με οδηγεί σε αναπόφευκτες συγκρίσεις με τα όσα συμβαίνουν στην ποδοσφαιρική ζούγκλα του τόπου μου.
Ένας Έλληνας Jay, (και πόσοι τέτοιοι δεν υπάρχουν, αλήθεια;), δεν θα μπορούσε ποτέ να γευτεί την απερίγραπτη χαρά που γεύτηκε το 11χρονο αγόρι από τη Σκωτία (αν και οι γονείς του είναι Ιρλανδοί που εργάζονται εκεί - δεν πειράζει), διότι απλούστατα γονείς με παιδιά δεν μπορούν να πάνε στα ελληνικά γήπεδα, ώστε να χαρούν ποδόσφαιρο από τη μία, και να πανηγυρίσουν μαζί με το άρρωστο ή υγιές παιδί τους, την κατάκτηση ενός τίτλου μαζί με έναν Σαμαρά, ή όποιον άλλον παίκτη.
Στις κερκίδες των ξένων γηπέδων, βλέπεις οικογένειες.
Στων δικών μας, βλέπεις μόνο οπαδούς - άντε και μερικές εξαιρέσεις μπαμπάδων με γιο ή γιους.
Στα ξένα γήπεδα ακούς τραγούδια.
Στα δικά μας, ύβρεις μελοποιημένες ή και ρυθμικές.
Εγώ είμαι ΑΕΚτζής και, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, έχω συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δεν θα ‘παιρνα ποτέ ξανά το παιδί μου στο γήπεδο, όχι επειδή η ομάδα δεν παίζει καλά, αλλά επειδή μια μεγάλη μερίδα των οπαδών μας (όπως και όλων των άλλων ομάδων), είναι σκάρτοι. Είναι χυδαίοι. Και δεν αξίζουν τίποτα καλύτερο από αυτό που κατάφεραν τελικά να έχουν. Ένα ποδόσφαιρο χαβούζα. Στο γκαζόν, και στην κερκίδα.
Απορώ μάλιστα πώς και γιατί θέλουμε και κτίζουμε ωραία γήπεδα για αυτούς τους λίγους, που όμως καταστρέφουν τα πάντα...
Ίσως να ‘ναι και αυτός ένας από τους λόγους, λοιπόν, που η ιστορία αυτή του μικρού Jay με άγγιξε τόσο βαθιά.
Να ‘ναι καλά ο Γιώργος Σαμαράς που άνοιξε την αγκαλιά του.
Να ‘ναι καλά ο ίδιος ο Jay που, με τον πανηγυρισμό του μπροστά στην τηλεοπτική οθόνη, «ναι, Σάμαρας», «μπράβο, Σάμαρας», κτυπώντας τα χεράκια του, έτοιμος να απογειωθεί από χαρά, μας έδειξε όλους, ιδίως εμάς τους εδώ εγκλωβισμένους, ότι εκτός από ρυθμικές κινήσεις σεξουαλικού περιεχομένου και χειρονομίες που παραπέμπουν σε επιβολή δια των γεννητικών οργάνων, υπάρχουν και άλλοι, αληθινοί, και πολύ πιο δυνατοί τρόποι να πανηγυρίσεις για τη νίκη της ομάδας σου.